«Οι κατηγορούμενοι δεν έχουν τελέσει το αδίκημα της λαθρεμπορίας χρυσού». Αυτό αναφέρει ουσιαστικά το πόρισμα της ΑΑΔΕ που υποβλήθηκε στον Ανακριτή που χειρίζεται την περιβόητη πλέον υπόθεση «Ριχάρδου»
Ο γνωστός ενεχυροδανειστής Ριχάρδος Μυλωνάς είχε συλληφθεί μαζί με 62 συνεργάτες και υπαλλήλους του με την κατηγορία ότι μετάφερε στην Τουρκία παράνομα μεγάλες ποσότητες χρυσού. Από τότε ο ίδιος ισχυριζόταν ότι όλες οι συναλλαγές της εταιρίας του ήταν απολύτως νόμιμες, κάτι που πλέον προκύπτει από το πόρισμα που κατέθεσε η ΑΑΔΕ στελέχη της οποίας έκαναν φύλο και φτερό όχι μόνο τα βιβλία των ενεχυροδανειστηρίων αλλά και όλα τα χρυσά κοσμήματα που υπήρχαν σε αυτά.
Ήδη ο αρμόδιος Εισαγγελέας είχε ζητήσει την απαλλαγή του Ριχάρδου Μυλωνά και των συγκατηγορουμένων του και τώρα μένει να αποφασιστεί από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο εάν θα παραπεμφθούν σε δίκη ή η υπόθεση θα πάει στο αρχείο.
Ο συνήγορος ενός από τους βασικούς κατηγορουμένους, Γιάννης Γλύκας, δήλωσε μετά την υποβολή του πορίσματος της ΑΑΔΕ:
«Αισθανόμαστε απόλυτα δικαιωμένοι για την εξέλιξη, καθώς από την πρώτη στιγμή υποστηρίζαμε αυτό που αποδείχθηκε με δημόσια έγγραφα καθώς από το 2001 ισχύει ο Ελληνικός Τελωνειακός Κώδικας».
Το ιστορικό τη υπόθεσης
Η υπόθεση «Ριχάρδου» ήταν …προβληματική από την πρώτη φάση των ερευνών της Ασφάλειας Αττικής.
Η έρευνα ξεκίνησε οργανωμένα από το Τμήμα Ασφαλείας Αμαρουσίου και την Υποδιεύθυνση Βορειοανατολικής Αττικής, κάτω από την συνεχή όμως επίβλεψη των κεντρικών της Ασφάλειας. Όταν ο «φάκελος» της υπόθεσης ολοκληρώθηκε, ο ίδιος φάκελος βάση του οποίου σχηματίστηκε η δικογραφία για «λαθρεμπόριο χρυσού», οι επικεφαλής αξιωματικοί της Ασφάλειας προβληματίστηκαν για το εάν θα μπορούσαν να «δέσουν» δικονομικά την μεγάλη αυτή υπόθεση και ζήτησαν την βοήθεια του Προϊστάμενου της Εισαγγελίας.
Έτσι πραγματοποιήθηκε μια πολύωρη σύσκεψη, με τον προϊστάμενο και δύο Εισαγγελείς Ποινικής Δίωξης από την μια, και τους αξιωματικούς του Τμήματος Αμαρουσίου, της Βορειανατολικής Αττικής και των κεντρικών της Ασφάλειας από την άλλη. Το αποτέλεσμα ήταν ομόφωνο: δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της κακουργηματικής λαθρεμπορίας και έπρεπε να αλλάξουν τακτική στις έρευνες τους.
Έτσι αναβλήθηκε η επιχείρηση που επρόκειτο να γίνει τότε από 450 αστυνομικούς σε ολόκληρη την χώρα και οι αστυνομικοί αποφάσισαν να καταφύγουν σε Οικονομικούς Εισαγγελείς και την Διεύθυνση Τελωνειακών Ερευνών, προκειμένου να προσεγγίσουν την υπόθεση ερευνητικά από μια εντελώς διαφορετική οπτική γωνία μέσω του ειδικού τελωνειακού κώδικα. Για την εξέλιξη αυτή ενημερώθηκε η ηγεσία της Ελληνικής Αστυνομίας και ξεκίνησε αλληλογραφία με την Διεύθυνση Τελωνιακών Ερευνών, από την οποία ζητήθηκε «έκθεση τεκμηρίωσης» περί της ύπαρξης ή όχι λαθρεμπορίας αλλά και των αδικημάτων που μπορεί να υπήρχαν μέσα από τα στοιχεία της δικογραφίας περί την εξαγωγή χρυσού.
Στο μεταξύ όμως, πραγματοποιήθηκαν έκτακτες κρίσεις στην ΕΛ.ΑΣ. και η διοίκηση της Ασφάλειας άλλαξε. Και από εδώ ξεκινούν και τα αναπάντητα ερωτήματα ακόμη και για έμπειρα στελέχη της Αστυνομίας. Ενώ δεν είχε προχωρήσει η συνεργασία με ειδικούς Εισαγγελείς και υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών, και η δικογραφία δεν είχε κανένα νέο στοιχείο, πραγματοποιείται η επιχείρηση που είχε αναβληθεί λόγω δικονομικών προβλημάτων για να ακολουθήσει το φιάσκο μετά την μεταγωγή των κατηγορουμένων στα Ανακριτικά γραφεία.