Άρθρο της Κωνσταντίνας Σωτήρη*
Τους τελευταίους μήνες η παγκόσμια κοινή γνώμη συγκλονίζεται από την Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τις υπερμεγέθεις καταστροφές που συμβαίνουν στην εμπόλεμη χώρα, καθώς πρόκειται για την μεγαλύτερη ένοπλη σύρραξη της Δύσης μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας .
Η Ρωσική ένοπλη εισβολή και η άμυνα των Ουκρανικών δυνάμεων -ενισχυμένη οπλικά από τα ευρωπαϊκά κράτη- έχουν δημιουργήσει μια χώρα που θυμίζει Κρανίου τόπο, ενώ οι επιπτώσεις σε παγκόσμιο επίπεδο είναι πολυεπίπεδες, αφού πέραν των ανθρώπινων απωλειών, η οικονομία , η ενέργεια και η επισιτιστική αλυσίδα έχουν πληγεί ανεπανόρθωτα.
Η Ρωσική εισβολή που πραγματοποιήθηκε στις 24.02.2022, ήρθε ως απάντηση στην έντονη επιθυμία της Ουκρανίας να ενταχθεί στην Bορειοατλαντική “οικογένεια” καθώς και σαν συνδρομή στα αναγνωρισμένα από την Ρωσία ως αυτονομημένα κρατίδια Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ, τα οποία διατείνονταν πως επί σειρά ετών ο ρωσόφωνος πληθυσμός τους υφίσταντο διωγμούς από το Ουκρανικό καθεστώς.
Η πρόθεση μιας ακόμα πρώην Σοβιετικής Δημοκρατίας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, πυροδότησε στην Μόσχα αίσθημα ανασφάλειας ως προς την εδαφική ακεραιότητα της Ρωσίας.
Η Μόσχα θεωρεί καταφανώς ανειλικρινή την Δύση, καθώς αρκετές φορές έχουν δοθεί εγγυήσεις για την μη επέκταση την σφαίρας επιρροής του ΝΑΤΟ προς την Ανατολική Ευρώπη.
Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου και η νέα εποχή μιας ενοποιημένης Γερμανίας ήταν η πρώτη -και σημαντικότερη ενδεχομένως- περίπτωση, που η Δύση δήλωσε την μη επέκταση της προς Ανατολάς, προκειμένου να αποσπαστεί η έγκριση της Ρωσικής πλευράς στην ένωση των “δύο Γερμανιών”.
Στις 31.1.1990 σε δημόσια ομιλία του στο Tutzing της Γερμανίας, ο πρώην ΥΠ.ΕΞ. της Γερμανίας, H.Gencher, είναι ο πρώτος που εκφράζει τη πρόθεση της μη επέκτασης του ΝΑΤΟ. Συγκεκριμένα είχε πεί: «Ο,τι κι αν συμβεί στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας, δεν θα υπάρξει επέκταση της δικαιοδοσίας του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά και πιο κοντά στα σύνορα της Σοβιετικής Ένωσης». Μια δήλωση την οποία χαιρέτησε θερμά και ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, J.Baker. Ωστόσο, οι εγγυήσεις αυτές που έλαβε ο πρώην πρόεδρος της ΕΣΣΔ, M.Gorbachev, αποτελούν προφορική συμφωνία και ως εκ τούτου η αθέτηση τους ή όχι, έγκειται στην ερμηνεία της κάθε πλευράς.
Οι παροντικές συζητήσεις για την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο, αλλά και οι διαδικασίες ένταξης της Γεωργίας σε αυτό -που λαμβάνουν χώρα σταδιακά τα τελευταία 20 χρόνια- προκαλούν σκεπτικισμό ως προς την πραγματική αιτία πίσω από αυτή την κίνηση στην συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Η αφορμή που επικαλούνται τα κράτη αυτά ως καταλύτη στην απόφαση τους, είναι ασφαλώς η πρόσφατη εισβολή στην Ουκρανία και το αίσθημα ανασφάλειας πως μπορεί να βρεθούν σε παρόμοια μοίρα.
Ωστόσο, η Φινλανδία αποτελεί ένα κράτος το οποίο στο παρελθόν έχει πολλάκις αντιμετωπίσει προβλήματα με την ΕΣΣΔ, με κορυφαίο τον «Χειμερινό Πόλεμο» του 1939. Και όμως, παρότι είναι μέλος κράτος και της Ε.Ε. αλλά και της Ευρωζώνης, ποτέ δεν έδειξε πρόθεση να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, ακολουθώντας το παράδειγμα των άλλων κρατών που συμμετέχουν στις ανωτέρω ενώσεις. Τι είναι πραγματικά αυτό που το ώθησε τώρα στην απόφαση αυτή;
Αρχικώς, σκοπός ίδρυσης του ΝΑΤΟ, υπήρξε η προάσπιση της ειρήνης και η αποφυγή συγκρούσεων μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ωστόσο, η πρόθεση προσάρτησης κρατών, παραδοσιακά ουδέτερων, μοιάζει να υποδεικνύει πως ο σκοπός που υπηρετεί το εν λόγω Σύμφωνο, είναι περισσότερο η προώθηση πολιτικών και γεωστρατηγικών συμφερόντων και όχι αμυντικών.
Η τήξη πάγων του Αρκτικού Ωκεανού και η μεταβολή των γεωπολιτικών δογμάτων Mackinder και Spykeman, πάνω στα οποία για δεκαετίες στηρίζεται η Αμερικανική εξωτερική πολιτική προς την Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη, μοιάζει να μπορούν να ερμηνεύσουν τον “παροξυσμό” του ΝΑΤΟ για προσάρτηση νέων μελών στους κόλπους του.
Η μεταβολή της παγκόσμιας σταθεράς που προκαλεί η διάνοιξη μιας νέας υδάτινης οδού βόρεια της Ρωσίας, αναιρεί την μέγιστη ανάγκη της να έχει πρόσβαση στη Μεσόγειο και την Αραβική Θάλασσα.
Η Δυτική προκλητικότητα έναντι της Ρωσίας, με την εξάπλωση της σφαίρας επιρροής της περιμετρικά των συνόρων της δεύτερης, δεν μπορεί να μην γίνει αντιληπτή. Η επιθυμία του ΝΑΤΟ να περικλύσει της Ρωσία και να την απομονώσει, αποδεικνύει πως εν τέλη το κράτος που χαρακτηρίζεται από επεκτατικές νοοτροπίες δεν είναι η Ρωσική Ομοσπονδία, καθώς στον παρόντα χρόνο αυτό που κάνει είναι να προφυλάσσει τον εαυτό της.
Σαφέστατα η στρατιωτική βία δεν είναι κάτι που μπορεί να γίνει αποδεκτό από κανέναν ως μέθοδος, ούτε και ο αναθεωρητισμός συνόρων, όπως ερμηνεύεται η παρούσα κατάσταση από την Δύση. Ωστόσο, η υπεράσπιση των κυριαρχικών και εδαφικών δικαιωμάτων κάθε κράτους είναι αναφαίρετη υποχρέωση του.
Η ύπαρξη κρατών μελών του ΝΑΤΟ και η πιθανότητα εξοπλισμού της Βαλτικής Θάλασσας, δυνητικά μέχρι και με ΝΑΤΟικούς πυρηνικούς πυραύλους, “έξω από την πόρτα ” της Ρωσίας, είναι αδιαμφισβήτητα μια κίνηση που δεν θα μπορούσε να μην επιφέρει μια σειρά “απαντήσεων” εκ μέρους της Μόσχας.
Αυτό συνεπάγεται ένα πολύ επισφαλές μέλλον για την Ανατολική Ευρώπη και για τα Βαλκάνια. Ένα μέλλον, το οποίο οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις επιδιώξεις και τους γεωστρατηγικούς σχεδιασμούς που αναπτύσσουν οι ΗΠΑ ερήμην της Ευρώπης, η οποία όπως έχει αποδειχθεί εκ του αποτελέσματος, δεν μοιάζει ικανή να ασκήσει αυτόνομη πολιτική.
*Η Κωνσταντίνα Σωτήρη είναι Διεθνολόγος – MSc Γεωπολιτικής, Άμυνας και Διεθνούς Ασφάλειας