Έντονες επιφυλάξεις διατυπώνει για μία ακόμη φορά η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος για την εφαρμογή του νέου Ποινικού Κώδικα και της Ποινικής Δικονομίας κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για “μαζικές παραγραφές, δημιουργία αισθήματος ατιμωρησίας αλλά αδυναμία πρακτικής βιωσιμότητας νεοσύστατων θεσμών”.
Η Ένωση Εισαγγελέων που δηλώνει προκαταβολικά την θετική θέση σε κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού του ποινικού συστήματος ζητά τη λήψη άμεσων μέτρων προκειμένου να μπορέσουν οι νέοι Κώδικες να εφαρμοστούν και, πρωτίστως, να αποφευχθούν αρνητικές για την ποινική δικαιοσύνη συνέπειες από την εφαρμογή τους.
Μεταξύ άλλων, προειδοποιούν για πλήρη κατάρρευση του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης καθώς μεταξύ των άλλων προβλεπόμενων μέτρων από τα νέα νομοθετήματα έχει καταργηθεί και το παράβολο υποβολής μηνύσεων με αποτέλεσμα ο καθένας χωρίς κόστος να θέτει σε κίνηση το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Αναλυτικά η ανακοίνωση
“Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος, κατ’ αρχάς θετικά διακείμενη σε κάθε ειλικρινή πρωτοβουλία εκσυγχρονισμού του ποινικού δικαιΪκού συστήματός μας προς τον σκοπό της επιτάχυνσης και ποιοτικής αναβάθμισης της ποινικής δίκης, εξέφρασε επανειλημμένως έντονες επιφυλάξεις σχετικά με επιμέρους διατάξεις των Κωδίκων προειδοποιώντας, ως είχε θεσμική υποχρέωση, για τον κίνδυνο μαζικών παραγραφών και δημιουργίας αισθήματος ατιμωρησίας αλλά και για την αδυναμία πρακτικής βιωσιμότητας νεοσύστατων θεσμών, χωρίς την προγενέστερη εξασφάλιση της αναγκαίας ενίσχυσης του ανθρωπίνου δυναμικού και των υλικοτεχνικών υποδομών της Εισαγγελίας.
Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος μάλιστα, έχοντας μέσα από την υπηρεσιακή εμπειρία, τη δυνατότητα πρόβλεψης των επικείμενων πρακτικών δυσχερειών της εφαρμογής των Κωδίκων και του ενδεχόμενου κινδύνου αδιεξόδου, πρότεινε την απόσυρσή τους προκειμένου μέσα από περαιτέρω διαβούλευση των επιστημονικών φορέων να αρθούν οι αστοχίες επιμέρους διατάξεων και να ληφθεί η δέουσα πρόνοια για την δημιουργία των ελάχιστων αναγκαίων υποδομών πρακτικής εξυπηρέτησής τους.
Δυστυχώς, λίγες ημέρες πριν την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής τους, διαπιστώνεται με βεβαιότητα ότι, υπό τις υφιστάμενες συνθήκες, καθίσταται αδύνατη η αποτελεσματική εφαρμογή των νέων θεσμών εξωδικαστικής διευθέτησης των ποινικών διαφορών αλλά και η προσήκουσα εποπτεία της εκτέλεσης των νεοσύστατων μορφών έκτισης ποινής. Οι ανωτέρω θεσμοί ευδοκιμούν σε πολλά προηγμένα ευρωπαϊκά κράτη απ’ όπου και αναπαρήχθησαν στη χώρα μας, δίχως όμως να ληφθεί καμία πρόνοια για τη δημιουργία περιβάλλοντος ωφέλιμης και αποδοτικής ενσωμάτωσής τους στα υφιστάμενα δεδομένα της ποινικής δίκης.
Εξάλλου, παρά τις περί του αντιθέτου επίμονες υπομνήσεις μας, δεν ελήφθη καμία παράλληλη νομοθετική πρωτοβουλία προς το σκοπό της επιτάχυνσης της ποινικής δίκης, όπως η κατάργηση ή η περαιτέρω περιστολή της χρονοβόρας ενδιάμεσης διαδικασίας των δικαστικών συμβουλίων που παρακωλύει την περαίωση των εκκρεμών υποθέσεων, αλλά τουναντίον ενισχύθηκε και μεταφέρθηκε στον ήδη ασθμαίνοντα από τα οργανικά κενά και την ανυπαρξία υποδομών πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας. Επιπρόσθετα, εν τοις πράγμασι καταργήθηκε η εφαρμογή του κατά γενική ομολογία πετυχημένου θεσμού του Μονομελούς Εφετείου, με απτές αρνητικές επιπτώσεις στο χρόνο περαίωσης των εκκρεμών υποθέσεων αρμοδιότητας του Εφετείου, οι οποίες στο εγγύς μέλλον θα διαφανούν. Η μοναδική για τα ευρωπαϊκά, ίσως και παγκόσμια δεδομένα πολυνομία ποινικών διατάξεων, όχι μόνο δεν αντιμετωπίστηκε αποτελεσματικά με την αποποινικοποίηση ήσσονος σημασίας αδικημάτων των ειδικών ποινικών νόμων, αλλά ενισχύθηκε αφενός με την αναβάθμιση σε πλημμελήματα τέως πταισματικών παραβάσεων του Ποινικού Κώδικα, αλλά και την παράλληλη κατάργηση του παραβόλου της υποβολής έγκλησης σε αμιγώς κατ’ έγκληση διωκόμενα αδικήματα.
Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος μπροστά στον άμεσο κίνδυνο να οδηγηθεί σε πρωτοφανείς συνθήκες ασφυξίας το σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης αλλά και προκειμένου να μην αποδυναμωθούν ή αδρανοποιηθούν στην πράξη, λόγω αδυναμίας πρακτικής εφαρμογής τους οι νεοσύστατοι θεσμοί, εκφράζει την αγωνία του κλάδου και υποβάλλει έκκληση στους αρμόδιους φορείς της πολιτείας προκειμένου να προβούν σε άμεσο χρόνο στις αναγκαίες νομοθετικές πρωτοβουλίες και δη, ενόψει των προαναφερθέντων νέων δεδομένων που δημιουργούν οι ψηφισθέντες κώδικες, ενδεικτικά :
– στην πλήρωση των κενών και στην αύξηση των οργανικών θέσεων εισαγγελικών λειτουργών (ειδικά του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας), δικαστικών υπαλλήλων και επιμελητών κοινωνικής αρωγής, καθώς και στη σύσταση δικαστικής αστυνομίας,
– στην εξασφάλιση της αναγκαίας υλικοτεχνικής υποδομής στις Εισαγγελίες της χώρας,
– στην αποποινικοποίηση ήσσονος ποινικής απαξίας αδικημάτων, κατάργηση ή περιστολή της ενδιάμεσης διαδικασίας των συμβουλίων, επαναφορά του θεσμού του Μονομελούς Εφετείου και διόρθωση επιμέρους αστοχιών των κωδίκων που έχουν εντοπιστεί και η πρακτική εφαρμογή τους άμεσα θα καταδείξει, προκειμένου ο κίνδυνος εκτροχιασμού της ποινικής δικαιοσύνης να αποτραπεί και να επιτευχθεί η στόχευση της κομβικής για το ποινικό δικαιικό μας σύστημα μεταρρύθμισης των Κωδίκων προς όφελος των πολιτών και της δικαιοσύνης ως βασικού πυλώνα της δημοκρατίας.
Για το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος”.