Τα ελληνικά διαβατήρια που είχαν στην κατοχή τους αλλοδαποί κακοποιοί, που συνελήφθησαν τη διετία 2016-18 από την Ιντερπόλ, οδήγησε στα ίχνη του κυκλώματος διακίνησης πλαστών εγγράφων, στο οποίο συμμετείχαν και έξι επίορκοι αστυνομικοί από την Ελλάδα!
H δικογραφία διαβιβάστηκε ήδη στον εισαγγελέα, ο οποίος άσκησε ποινική δίωξη σε βάρος των αστυνομικών για συγκρότηση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση και παρέπεμψε την υπόθεση στον ανακριτή.
Οι αστυνομικοί αναμένεται να κληθούν σε κατάθεση, έχουν τεθεί σε διαθεσιμότητα και σε βάρος τους έχει διαταχθεί Ένορκη Διοικητική Εξέταση.
Το κύκλωμα που εφοδίαζε με πλαστά ελληνικά διαβατήρια και αστυνομικές ταυτότητες αλλοδαπούς κακοποιούς, αποκάλυψε μακρά έρευνα των «αδιάφθορων» της Ελληνικής Αστυνομίας. Μετά από έρευνες που διήρκεσαν περισσότερο από τρία χρόνια, ασκήθηκαν ποινικές διώξεις σε 33 άτομα, μεταξύ των οποίων οι έξι αστυνομικοί, που υπηρετούσαν σε τμήματα ασφαλείας και σε μία περιφερειακή υπηρεσία έκδοσης διαβατηρίων.
Ανάμεσά τους είναι μια γυναίκα που υπηρετούσε στο υπασπιστήριο πρώην Αρχηγού, ο οποίος όμως την απομάκρυνε όταν ενεπλάκη το όνομα της στην έρευνα, καθώς και ένας Αρχιφύλακας που υπηρετούσε σε τμήμα έκδοσης διαβατηρίων. Οι άλλοι τέσσερις αστυνομικοί υπηρετούσαν σε Τμήματα Ασφαλείας και είχαν την δυνατότητα έκδοσης δελτίων ταυτότητας.
Σύμφωνα με πληροφορίες το κύκλωμα πουλούσε έναντι μεγάλων χρηματικών ποσών, που ξεκινούσαν από 4.000 και έφταναν στις 40.000 ευρώ, πλαστά έγγραφα σε αλλοδαπούς κακοποιούς που καταζητούνταν και ήθελαν να εξαφανιστούν στο εξωτερικό, ή σε κακοποιούς που ήθελαν να δραστηριοποιηθούν επιχειρηματικά στην Ελλάδα στήνοντας επιχειρήσεις – βιτρίνες.
Η ανακοίνωση του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη
Υπόθεση που σχετίζεται με την υφαρπαγή δελτίων αστυνομικής ταυτότητας και διαβατηρίων, με τα οποία προμήθευαν αλλοδαπούς υπηκόους, διερευνήθηκε από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων.
Η κακουργηματικού χαρακτήρα ποινική δικογραφία, με την ολοκλήρωση της, υποβλήθηκε στην αρμόδια Εισαγγελία και πρόσφατα παραπέμφθηκε σε κύρια ανάκριση.
Στην υπόθεση εμπλέκονται (33) άτομα, από τα οποία (6) αστυνομικοί από Υπηρεσίες της Αττικής, (15) ημεδαποί ιδιώτες και (12) αλλοδαποί.
Όπως προέκυψε το κύκλωμα δραστηριοποιούνταν τουλάχιστον από τον Δεκέμβριο του 2016 μέχρι και τον Μάιο του 2018, ενώ από την έρευνα διακριβώθηκε η έκδοση – υφαρπαγή (38) Δελτίων Αστυνομικής Ταυτότητας και (31) διαβατηρίων, τα οποία ανακλήθηκαν – ακυρώθηκαν.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας οι εμπλεκόμενοι αστυνομικοί, μαζί με δίκτυο συνεργατών, είχαν συγκροτήσει ομάδα που δραστηριοποιούνταν στην υφαρπαγή δελτίων αστυνομικής ταυτότητας και διαβατηρίων.
Για την έκδοση δελτίων αστυνομικής ταυτότητας οι εμπλεκόμενοι αλλοδαποί μετέβαιναν σε Τμήματα Ασφάλειας, κυρίως της Αττικής και χρησιμοποιούσαν στοιχεία ταυτότητας πολιτών με ελληνική ιθαγένεια (υπαρκτών προσώπων που έχουν γεννηθεί και διαμένουν μόνιμα στο εξωτερικό και δεν έχουν εκδώσει ελληνικά δελτία αστυνομικής ταυτότητας) καθώς και μάρτυρες ταυτοπροσωπίας.
Σε αρκετές περιπτώσεις κατέθεταν ως δικαιολογητικά φωτοαντίγραφα παραποιημένων διαβατηρίων ξένων χωρών, με τα στοιχεία ταυτότητας των προαναφερόμενων πολιτών και επικολλημένη τη φωτογραφία τους καθώς και υπογεγραμμένες υπεύθυνες δηλώσεις, με τα παραπάνω στοιχεία ταυτότητας.
Οι μάρτυρες ταυτοπροσωπίας, μερικοί από τους οποίους παρουσιάσθηκαν σε περισσότερες από (3) περιπτώσεις, βεβαίωναν εν γνώσει τους ψευδώς τα στοιχεία ταυτότητας των αλλοδαπών και σε ορισμένες περιπτώσεις συνέτασσαν υπεύθυνες δηλώσεις ότι τους φιλοξενούν προσωρινά στις οικίες τους, σε διευθύνσεις που ουδέποτε είχαν διαμείνει.
Ακολούθως, οι εμπλεκόμενοι αλλοδαποί, χρησιμοποιώντας τα υφαρπαχθέντα δελτία αστυνομικής ταυτότητας, μετέβαιναν σε συγκριμένο Γραφείο Διαβατηρίων και προχωρούσαν στην έκδοση διαβατηρίων.
Για την εμπλοκή των αστυνομικών, ορισμένοι από τους οποίους υπηρετούσαν σε Υπηρεσίες παραλαβής δικαιολογητικών για την έκδοση δελτίων αστυνομικής ταυτότητας και διαβατηρίων, βρίσκεται σε εξέλιξη Ένορκη Διοικητική Εξέταση (Ε.Δ.Ε.), που είχε διαταχθεί από το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας.
Στο πλαίσιο της έρευνας διαπιστώθηκε ότι σε Υπηρεσίες παραλαβής δικαιολογητικών – όπου υπηρετούσαν εμπλεκόμενοι αστυνομικοί – είχαν πληκτρολογηθεί και αναζητηθεί σε βάσεις δεδομένων της Ελληνικής Αστυνομίας, στοιχεία ταυτότητος ατόμων, τα οποία σε χρόνο μεταγενέστερο (ακόμα και ένα μήνα μετά) χρησιμοποιήθηκαν για την έκδοση εγγράφων.
Με τον τρόπο αυτό επιβεβαιωνόταν ότι δεν έχει εκδοθεί προηγουμένως Δελτίο Ταυτότητας ή διαβατήριο με τα ίδια στοιχεία και ότι δεν εκκρεμούσαν διωκτικά έγγραφα.
Σε άλλες περιπτώσεις διακριβώθηκε ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ εμπλεκομένων αστυνομικών, σχετικά με δελτία ταυτότητας και διαβατήρια που σχετίζονται με την υπόθεση, ενώ σε μια περίπτωση εμπλεκόμενος αστυνομικός παρουσιάστηκε ως μάρτυρας ταυτοπροσωπίας .
Σημειώνεται ότι με τα υφαρπαχθέντα έγγραφα, οι εμπλεκόμενοι αλλοδαποί είχαν τη δυνατότητα να ταξιδέψουν ελεύθερα στο εξωτερικό ως Έλληνες πολίτες, ενώ οι περισσότεροι εξέδωσαν Α.Φ.Μ. και Α.Μ.Κ.Α., προέβησαν στη δήλωση έναρξης επιχειρήσεων και παραπλάνησαν δημόσιες υπηρεσίες και πολίτες (μίσθωση ακινήτων κ.λπ.).
Ορισμένοι από τους παραπάνω είχαν βεβαρυμμένο ποινικό παρελθόν για συμμετοχή σε εγκληματικές οργανώσεις, διακίνηση ναρκωτικών, ληστείες, κλοπές κ.ά. Άλλοι είχαν συλληφθεί από τις ελληνικές Αρχές και είχαν παραδοθεί σε αλλοδαπές Αρχές, με ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης για διακίνηση ναρκωτικών και παράνομη διακίνηση ανθρώπων με σκοπό τη σεξουαλική τους εκμετάλλευση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, το κύκλωμα για κάθε δελτίο αστυνομικής ταυτότητας ή διαβατήριο λάμβανε χρηματικά ποσά που κυμαίνονταν από 5.000 έως 40.000 ευρώ, κατά περίπτωση.
Κατά τις έρευνες κατασχέθηκαν κινητά τηλέφωνα, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, φορητές μονάδες αποθήκευσης δεδομένων (USB), καθώς και έγγραφα και ιδιόχειρες σημειώσεις, προς περαιτέρω έλεγχο – συσχέτιση με την υπόθεση
Λόγω της ιδιαίτερης φύσεως των διερευνώμενων πράξεων υπήρξε συνεργασία με αστυνομικές Υπηρεσίες, Δήμους, Δ.Ο.Υ., το Εμπορικό & Βιομηχανικό Επιμελητήριο, το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών, εταιρίες τηλεφωνίας, Τράπεζες κ.λπ.