Τα ακριβή ευρήματα και φωτογραφίες από την «γιάφκα» που ανακάλυψε η Αντιτρομοκρατικής υπηρεσία στο Κουκάκι, έδωσε στη δημοσιότητα το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας.
Στο ημιυπόγειο διαμέρισμα βρέθηκαν εκρηκτικά και σφαίρες, όχι όμως όπλα και ειδικά «Καλάσνικοφ» που έχουν χρησιμοποιηθεί τελευταία σε επιθέσεις εναντίον αστυνομικών και άλλων στόχων.
Στο μεταξύ οι τρείς συλληφθέντες για την υπόθεση εξακολουθούν να εξετάζονται στα γραφεία της ΔΑΕΕΒ στον 12ο όροφο του μεγάρου της λεωφόρου Αλεξάνδρας.
Σύμφωνα με πληροφορίες από αστυνομικές πηγές, οι δύο άνδρες είχαν στοχοποιηθεί εδώ και τρία χρόνια ως σχετιζόμενοι με την δράση της οργάνωσης «Ομάδα Λαϊκών Αγωνιστών», η οποία έχει αναλάβει την ευθύνη επιθέσεων με πολεμικά όπλα, βόμβες αλλά και αντιαρματικές ρουκέτες.
Οι ίδιες πληροφορίες όμως, αναφέρουν παράλληλα πως μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν στοιχεία ικανά για να κατηγορηθούν για συμμετοχή στην συγκεκριμένη, ή οποιαδήποτε άλλη ενεργή ομάδα αντάρτικου πόλης.
Η ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ. αναφέρει:
Σε συνέχεια προηγούμενης Ανακοίνωσης σχετικά με επιχειρήσεις της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας, από τις μέχρι τώρα έρευνες έχουν βρεθεί και κατασχεθεί:
-Σε αποθήκη επί της οδού Αν. Ζίννη αρ. 16 στο Κουκάκι:
-
(7) κυλινδρικές φύσιγγες εκρηκτικής ύλης, έκαστη βάρους περίπου (1.600) gr. (αμμωνίτιδα),
-
(14) κοινοί πυροκροτητές, (2) ηλεκτρικοί πυροκροτητές, (2) πυροκροτητές Nonel, (1) κοινός πυροκροτητής που έχει μετατραπεί σε ηλεκτρικό, πλήθος φυσιγγίων πολεμικού τυφεκίου ( Kalashnikov ).
-Στις οικίες των συλληφθέντων:
-
πλήθος ψηφιακών πειστηρίων (ηλεκτρονικοί υπολογιστές tablet, φορητές μονάδες αποθήκευσης ψηφιακών δεδομένων), καθώς και (2) πιστόλια στην οικία του ενός εξ’ αυτών.
Το σύνολο των κατασχεθέντων πειστηρίων θα αποσταλεί στην Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών προς διενέργεια σχετικών εργαστηριακών εξετάσεων.
Εξετάζεται το ενδεχόμενο διασύνδεσης – συμμετοχής των συλληφθέντων σε σοβαρές τρομοκρατικές ενέργειες και ιδίως σε επιθέσεις με όπλα και εκρηκτικούς μηχανισμούς στην Αττική, τα τελευταία (7) χρόνια.
Επιπλέον, εξετάζεται το ενδεχόμενο συμμετοχής τους σε αξιόποινες πράξεις του κοινού Ποινικού Δικαίου ανά την επικράτεια.