Έτσι δρούσε η μαφία της πολεοδομίας της Ρόδου – Όλες οι λεπτομέρειες από την ΕΛΑΣ – ΒΙΝΤΕΟ – ΦΩΤΟ

Με οργανωμένο σχέδιο δράσης, «ταρίφα»  που έφτανε τα δεκάδες χιλιάδες ευρώ ανά περίπτωση και ευλαβική τήρηση στην ιεραρχία και στο ρόλο που έπαιζε το κάθε μέλος δρούσε η μαφία της πολεοδομίας της Ρόδου. 

Πρόκειται για μία εγκληματική οργάνωση, η ύποπτη δράση της οποίας, μέχρις ότου υπάρχουν απτά ευρήματα και αποδείξεις, παρακολουθείτο εδώ και μήνες από τους «αδιάφθορους» της ΕΛΑΣ, όπως έγραψε το astinomiko.gr μέχρις ότου φτάσει ενώσει όλες τα κομμάτια του παζλ.

Η έρευνα της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων ξεκίνησε το 2024, έπειτα από συγκεκριμένη καταγγελία που έφτασε στα χέρια των «Αδιάφθορων» της ΕΛ.ΑΣ. Σύμφωνα με πληροφορίες, υπάλληλοι της Πολεοδομίας εκβίαζαν ιδιώτες, επιχειρηματίες και ξενοδόχους, απαιτώντας χρηματικά ποσά για την προώθηση φακέλων αδειοδότησης.

Η ανακοίνωση της ΕΛΑΣ

Από  την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων Σωμάτων Ασφαλείας, εξαρθρώθηκε εγκληματική οργάνωση τα μέλη της οποίας, εκμεταλλευόμενα την επαγγελματική τους δραστηριότητα, διέπρατταν πλήθος παραβάσεων στο πλαίσιο εφαρμογής του Γενικού Πολεοδομικού Κανονισμού και προχωρούσαν στην έκδοση παράνομων και πλαστών οικοδομικών αδειών, σε νησί του Νοτίου Αιγαίου.

Για την αποδόμηση της εγκληματικής οργάνωσης, πραγματοποιήθηκε συντονισμένη αστυνομική επιχείρηση, πρωινές ώρες της Τετάρτης 19 Μαρτίου 2025, στο πλαίσιο της οποίας συνελήφθησαν πέντε (5) στελέχη της Υπηρεσίας Δόμησης του νησιού, εκ των οποίων ένας με θέση Αναπληρωτή Διευθυντή και οι υπόλοιποι προϊστάμενοι τμημάτων, καθώς και δύο (2) ιδιώτες με συναφή επαγγελματική δραστηριότητα (αρχιτέκτονας και πολιτικός μηχανικός).

Στη δικογραφία που σχηματίσθηκε σε βάρος τους για -κατά περίπτωση- εγκληματική οργάνωση, πλαστογραφία, δωροληψία υπαλλήλου, δωροδοκία υπαλλήλου, εμπορία επιρροής, ψευδή βεβαίωση, παράβαση καθήκοντος, καθώς και παράβαση των νομοθεσιών περί όπλων και αρχαιοτήτων, περιλαμβάνονται ακόμη -21- άτομα.

Ειδικότερα, στο πλαίσιο διερεύνησης καταγγελλομένων, μετά από κατάλληλη σταχυολόγηση και συσχέτιση προανακριτικών δεδομένων, καθώς και με τη χρήση ειδικών ανακριτικών τεχνικών, διαπιστώθηκε η ύπαρξη επιχειρησιακά δομημένης εγκληματικής οργάνωσης, με διαρκή δράση, τα μέλη της οποίας, είχαν διαμορφώσει την απαραίτητη υποδομή για να προβαίνουν σε αθέμιτες ενέργειες σχετικές με τον πολεοδομικό κανονισμό, με σκοπό το παράνομο οικονομικό όφελος.

Όπως προέκυψε, τα στελέχη της Υπηρεσίας Δόμησης, μαζί με τους δύο ιδιώτες, συγκρότησαν ή εντάχθηκαν, κατά περίπτωση, στην εγκληματική οργάνωση έχοντας διακριτούς και αυτοτελείς ρόλους με ανεξάρτητους στόχους, ενεργώντας άλλοτε ατομικά και άλλοτε συντονισμένα, με ξεκάθαρο τομέα δραστηριοποίησης του καθενός.

Η ομάδα αυτή είχε δημιουργήσει την απαραίτητη υποδομή για την επανειλημμένη τέλεση παράνομων πράξεων, περιλαμβάνοντας δωροληψία, δωροδοκία για πράξεις αντίθετες ή σε σχέση με τα καθήκοντα των υπαλλήλων, πλαστογραφία, ψευδή βεβαίωση και παράβαση καθήκοντος.

Η εγκληματική τους δράση επιτεύχθηκε μέσω της εκμετάλλευσης της ήδη διαμορφωμένης δομής της Υπηρεσίας και της θέσης των μελών σε αυτή. Ιδιαίτερα, ο ιδιώτης αρχιτέκτονας, αξιοποιώντας τη θέση και τον ρόλο του, καθοδήγησε τον συντονισμό των ενεργειών και κατάφερε να εντάξει τον νέο διευθυντή της Υπηρεσίας στην οργάνωση, εξασφαλίζοντας την πλήρη υποταγή του στις εντολές του και κατευθύνοντας τη λειτουργία της Υπηρεσίας σύμφωνα με τις επιδιώξεις της εγκληματικής δραστηριότητας.

Παράλληλα, η ιδιώτης πολιτικός μηχανικός, σε άμεση και διαρκή επικοινωνία με στέλεχος της Υπηρεσίας, δημιούργησε το απαραίτητο υπόβαθρο για την παράνομη έκδοση οικοδομικών αδειών, εξασφαλίζοντας τη δυνατότητα υλοποίησης έργων που δεν πληρούσαν τις νόμιμες προϋποθέσεις.

Ενδεικτικά, ως προς το ρόλο του κάθε μέλους, προέκυψε ότι:

Σημειώνεται ότι, όπως διακριβώθηκε από την έρευνα, για τη διεκπεραίωση των επίμαχων υποθέσεων τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, απαιτούσαν αμοιβή, η οποία έφτανε ακόμη και τα 100.000 ευρώ.

Μάλιστα, τα μέλη της οργάνωσης επιδείκνυαν ιδιαίτερη προσοχή, προκειμένου να δυσχεράνουν το έργο των Αρχών, λαμβάνοντας μέτρα προστασίας, περιορίζοντας τις τηλεφωνικές τους επικοινωνίες ή όταν αυτές ήταν απαραίτητες χρησιμοποιούσαν διαδικτυακές εφαρμογές, ενώ ταυτόχρονα, πραγματοποιούσαν δια ζώσης συναντήσεις εκτός της Υπηρεσίας.

Συνολικά, από τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν βρέθηκαν και κατασχέθηκαν:

Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στον αρμόδιο Εισαγγελέα. Η έρευνα για τυχόν εμπλοκή στην υπόθεση και άλλων προσώπων συνεχίζεται.