Αντιβαίνει το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης η ελληνική νομοθεσία που προβλέπει μειωμένο συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης στο τσίπουρο και την τσικουδιά.
Την συγκεκριμένη απόφαση έλαβε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο καταδικάζοντας τη χώρα μας για το ειδικό καθεστώς που εφαρμόζει σε σχέση με τα δύο αυτά παραδοσιακά ελληνικά προϊόντα, επισημαίνοντας ότι μολονότι η οδηγία 92/83/ΕΟΚ για την εναρμόνιση περιέχει διάταξη που εισάγει παρέκκλιση για την Ελλάδα, αυτή αφορά σαφώς και μόνο το ούζο.
Τι προβλέπεται
Η ελληνική νομοθεσία (Νόμος 3845/201) προβλέπει την εφαρμογή συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης μειωμένου κατά πενήντα τοις εκατό (50%), σε σχέση με τον ισχύοντα κανονικό εθνικό συντελεστή, στην αιθυλική αλκοόλη η οποία προορίζεται για την παρασκευή ούζου ή περιέχεται στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παρασκευάζουν οι επιχειρήσεις απόσταξης. Τα ίδια αυτά αλκοολούχα ποτά, όταν παρασκευάζονται από μικρούς, διήμερους αποσταγματοποιούς, μεταξύ άλλων από απόσταγμα στεμφύλων σταφυλιών (Νόμος 2969/2001), υπόκεινται σε εφάπαξ ή κατ’ αποκοπή φορολόγηση πενήντα εννέα λεπτών του ευρώ (0,59 ευρώ) ανά χιλιόγραμμο έτοιμου προϊόντος.
Η Επιτροπή, κατόπιν καταγγελίας, άσκησε προσφυγή λόγω παραβάσεως κράτους μέλους ενώπιον του Δικαστηρίου. Όπως υποστήριξε, η ελληνική νομοθεσία είναι αντίθετη τόσο ως προς τις οδηγίες σχετικά με τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης για τα αλκοολούχα ποτά (Οδηγία 92/83/ΕΟΚ) όσο και προς τις αρχές της Συνθήκης ΣΛΕΕ οι οποίες απαγορεύουν στα κράτη μέλη να επιβάλλουν άμεσα ή έμμεσα στα προϊόντα άλλων κρατών μελών φόρους υψηλότερους από εκείνους που επιβαρύνουν τα ομοειδή εθνικά προϊόντα.
Η απόφαση
Με την απόφασή του, το Δικαστήριο υπενθυμίζει, ότι τα κράτη μέλη οφείλουν καταρχήν να καθορίζουν τον ίδιο συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης για όλα τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης για την αιθυλική αλκοόλη. Μολονότι η οδηγία για την εναρμόνιση περιέχει διάταξη παρέκκλισης για την Ελλάδα, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η διάταξη αυτή αφορά σαφώς μόνο το «αλκοολούχο ποτό» με την ονομασία «ούζο». Δεδομένου ότι το τσίπουρο και η τσικουδιά δεν αποτελούν, κατά το παρόν στάδιο της ενωσιακής νομοθεσίας, προϊόντα υπαγόμενα στο καθεστώς παρέκκλισης που προβλέπεται στην ίδια αυτή διάταξη, το Δικαστήριο εκτιμά ότι τα εν λόγω προϊόντα υπόκεινται στον ίδιο συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης με όλα τα προϊόντα αιθυλικής αλκοόλης που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για την εναρμόνιση.
Στην περίπτωση του τσίπουρου και της τσικουδιάς που παράγονται από τους μικρούς, διήμερους αποσταγματοποιούς, οι εφαρμοστέες οδηγίες επιτρέπουν επίσης, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μείωση (κατά 50%) σε σχέση με τον κανονικό εθνικό συντελεστή. Η φορολόγηση ύψους πενήντα εννέα λεπτών του ευρώ ανά χιλιόγραμμο που προβλέπει η ελληνική νομοθεσία είναι σημαντικά χαμηλότερη από το επιτρεπόμενο όριο. Το Δικαστήριο κρίνει ότι το ενδεχόμενο εφαρμογής μειωμένων συντελεστών δεν πρέπει να οδηγεί σε στρέβλωση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν είχε την πρόθεση να επιτρέψει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν, κατά τη διακριτική τους ευχέρεια, καθεστώτα παρέκκλισης.
Επομένως, μολονότι επιτρέπεται στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν μειωμένους συντελεστές ειδικού φόρου κατανάλωσης ή απαλλαγές για ορισμένα προϊόντα περιφερειακού ή παραδοσιακού χαρακτήρα, τούτο δεν σημαίνει εντούτοις ότι μια εθνική παράδοση μπορεί αφεαυτής να απαλλάξει τα εν λόγω κράτη μέλη από τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης.
Πηγή: www.lawspot.gr