Ο Γιαγκούλας και οι άλλοι λήσταρχοι στo Mουσείο του Εγκλήματος

Του Νίκου Τσέφλιου

Τι κοινό έχουν το κεφάλι του λήσταρχου Γιαγκούλα, η μοναδική λαιμητόμος που λειτούργησε στη χώρα μας και ο μουμιοποιημένος σκελετός που βρέθηκε στην σπηλιά του Νταβέλη; Αποτελούν εκθέματα του Εγκληματολογικού Μουσείου της Ιατρικής Σχολής του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, που καταγράφει την ιστορία του εγκλήματος στην Ελλάδα, τον 19ο και τον 20ο αιώνα.

Πρόκειται για το πρώτο Πανεπιστημιακό Μουσείο με αντικείμενο την Ιατροδικαστική και την Εγκληματολογία, μέσω της συλλογής, ταξινόμησης και ανάδειξης πειστηρίων εγκλήματος, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την άσκηση βίας. Τα εκθέματά του απαιτούν «σκληρά» στομάχια, καθώς μιλάμε για κρανία μέσα σε γυάλες με φορμόλη, ταριχευμένα κεφάλια ληστών, όπλα κάθε είδους, ανθρώπινα μέλη, δέρματα που έχουν αφαιρεθεί από νεκρούς -έως την δεκαετία του ’50 που αυτό επιτρεπόταν- κέρινα ομοιώματα που αναπαριστούν όλες τις κακώσεις από σφαίρες ή άλλα φονικά όργανα. Με λίγα λόγια, καθένα από τα 1500 εκθέματα «αφηγείται» με τον δικό του τρόπο την ιδιαίτερη και μοναδική ιστορία του, που συγκλόνισε την Ελλάδα και έγινε πρωτοσέλιδο.

Το Μουσείο απευθύνεται κυρίως στους φοιτητές της Ιατρικής και των άλλων Σχολών Επιστημών Υγείας, στους φοιτητές της Νομικής με κατεύθυνση την Εγκληματολογία, αλλά και στους σπουδαστές των Σωμάτων Ασφαλείας, οι οποίοι προσεγγίζουν το έγκλημα από διαφορετική σκοπιά ανάλογα με την ειδικότητά τους, με σκοπό την υποβοήθηση της έρευνάς τους.

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά εκθέματα είναι το κεφάλι του Φώτη Γιαγκούλα, του λήσταρχου που ήταν ο φόβος κι ο τρόμος στα χωριά γύρω από τον Όλυμπο, ο οποίος σκοτώθηκε το 1925 σε συμπλοκή με χωροφύλακες. Εκτίθεται μαζί με την «Παρδάλα» του, το θρυλικό μαχαίρι με το οποίο εκτιμάται ότι σκότωσε 54 ανθρώπους. Διακρίνεται, μάλιστα, καθαρά το ανορθόγραφο μήνυμα που είχε χαράξει στη λεπίδα, με το οποίο καταφερόταν εναντίον της δικαιοσύνης. «Επειδή δεν μπορώ να βρω δίκαιο στη δικαιοσύνη των Ελλήνων, αναγκάσθηκα να τονίσω το δίκαιο της Παρδάλας ή Μαχαίρας», έγραφε μεταξύ άλλων.

Ανάμεσα στα εντυπωσιακά εκθέματα του μουσείου δεσπόζουν τα ταριχευμένα κεφάλια δώδεκα λήσταρχων, που έδρασαν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, την εποχή που η ληστοκρατία στην Ελλάδα ήταν πολύ διαδεδομένη.

Μία ακόμη συλλογή είναι αυτή από τους βρόγχους και τις θηλιές που έχουν χρησιμοποιηθεί για στραγγαλισμό, όπως επίσης και τα αυτοσχέδια όπλα που έφτιαχναν οι φυλακισμένοι από τα κάγκελα των κελιών τους.

Ξεχωρίζει επίσης η τζαμαρία με τα κέρινα ομοιώματα που αναπαριστούν όλες τις κακώσεις, είτε από πυροβολισμούς, είτε «δια νύσσοντος και τέμνοντος οργάνου».

Δεν λείπει και φωτογραφικό υλικό από «διάσημα» εγκλήματα των αρχών του 20ου αιώνα, όπως το έγκλημα του Χαροκόπου και το «συναρμολογημένο» πτώμα του εργολάβου Δημήτρη Αθανασόπουλου, τον οποίο σκότωσαν και τεμάχισαν η γυναίκα και η πεθερά του, στις αρχές του 1931.

Τέλος στο μουσείο εκτίθεται και μια μεγάλη συλλογή από ναρκωτικές ουσίες στις οποίες εκπαιδεύονται οι φοιτητές, ώστε να αναγνωρίζουν το κάθε ναρκωτικό.

Τo Μουσείο ιδρύθηκε το 1932 από τον καθηγητή Ιατροδικαστικής Ιωάννη Γεωργιάδη. Τον εμπλουτισμό των συλλογών συνέχισαν οι διάδοχοί του, καθηγητές Κάτσας, Ηλιάκης, Αγιουτάντης και Κουτσελίνης. Πριν από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο φιλοξενήθηκε ουσιαστικά σε ένα δωμάτιο, επί της οδού Σωκράτους, κοντά στην Ομόνοια. Αργότερα, μεταφέρθηκε στο κτήριο που βρίσκεται στη διασταύρωση των οδών Ακαδημίας και Μασσαλίας και από το 1974 στεγάζεται στο Εργαστήριο Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας, στην οδό Μικράς Ασίας 75 στην περιοχή Γουδή.

Λόγω της ιδιαιτερότητας των εκθεμάτων, το Εγκληματολογικό Μουσείο δεν είναι ανοιχτό στο ευρύ κοινό και η ξενάγηση μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μετά από συνεννόηση με την διευθύντρια, καθηγήτρια τοξικολογίας Μαρία Στεφανίου – Λουτσίδου ή τα μέλη της τριμελούς επιτροπής του.