Τι αστυνομία θέλουμε ή τι αστυνομία έχουμε;

Του Θάνου Σωτήρη

Με μία απλή αναζήτηση στο Google, με το ερώτημα «τι αστυνομία θέλουμε», ο οποιοσδήποτε μπορεί να ανακαλύψει χιλιάδες αναρτήσεις που επιχειρούν να απαντήσουν σε αυτό.

Άρθρα συνδικαλιστών, επιστημόνων και διαφόρων ειδικών ή μη. Συνεντεύξεις στον Τύπο. Δηλώσεις πολιτικών. Απαντήσεις Υπουργών Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη σε ερωτήσεις στην Βουλή. Καταγγελίες κομμάτων φορέων και οργανώσεων. Τα πάντα σχετικά με αυτό το ερώτημα.

Είναι όμως τελικά αυτή η προσέγγιση που μπορεί να βοηθήσει το πολιτικό σύστημα αλλά και την ίδια την Ελληνική Αστυνομία να βγει από το τέλμα και επιτέλους να προσφέρει στους πολίτες την ασφάλεια που απαιτούν και δικαιούνται;

Όχι! Δεν είναι. Το ερώτημα που πλέον τίθεται αυτόματα και αμείλικτα είναι το «τι αστυνομία έχουμε». Όταν αυτό το ερώτημα απαντηθεί με ειλικρίνεια από όλους τους υπεύθυνους, πολιτικούς και υπηρεσιακούς, μόνο τότε μπορεί να ξεκινήσει η δόμηση της αστυνομίας που «θέλουμε». Της αστυνομίας  που έχει ανάγκη ο πολίτης, ειδικά μέσα στο σύγχρονο περιβάλλον μόνιμης ρευστότητας, σε ότι αφορά στην ασφάλεια, σε διεθνές επίπεδο.

Η Ελληνική Αστυνομία, από ιδρύσεως της το 1984, με την συγχώνευση της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας Πόλεων, δεν είχε και δεν έχει «δόγμα». Ποτέ και κανένας δεν ασχολήθηκε να στήσει τον ακρογωνιαίο λίθο για την λειτουργία ενός τέτοιου ιδιαίτερου οργανισμού. Το δόγμα που θα υπηρετούσε, τον στρατηγικό προσανατολισμό του στην χάραξη των πολιτικών και κατ΄ επέκταση των επιχειρησιακών δράσεων, για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εγκληματικότητας. Και με πυρήνα αυτό το δόγμα στην πορεία να μπορούσε να προσαρμόζεται με τις αλλαγές των εποχών και των δεδομένων.

Αντί αυτού και για 35 ολόκληρα χρόνια, η ΕΛ.ΑΣ. προσπαθούσε να ανταποκριθεί στις καταιγιστικές αλλαγές που σημειώθηκαν, όχι μόνο στην Ελληνική κοινωνία, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο, με αναδιατάξεις συνόρων, μεταναστευτικά τσουνάμι, διεθνοποίηση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας, παραπατώντας πάνω σε μοντέλα με μικρά τοπικά τμήματα, ανάπτυξη της συνολικής της δύναμης στην χώρα με δεδομένα του 1974, αλλά ταυτόχρονα με συνεχείς ανατροπές, ακόμη και στην όποια βραχυπρόθεσμη εντιεγκληματική πολιτική, ανάλογα με το κόμμα που κυβερνούσε, ακόμη και ανάλογα με τον υπουργό που αναλάμβανε την «ηλεκτρική καρέκλα» της Κατεχάκη.

Όμως, ακόμη και όταν το πρόβλημα γιγαντώθηκε και ορθώθηκε σε όλο του το μεγαλείο, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’90, κανείς δεν σκέφτηκε να το κοιτάξει από μακριά, να το δει ολόκληρο, να το κατανοήσει και να το αντιμετωπίσει.

Επέλεξαν σαν «λύση» την δημιουργία μεγάλων αυτοτελών υπηρεσιών, με πανελλαδική αρμοδιότητα, υπηρεσιών που στράγγισαν από προσωπικό και μέσα όλο το πλέγμα αστυνομικών τμημάτων, τμημάτων ασφαλείας, άμεσης δράσης , και γενικά των υπηρεσιών που λειτουργούν σε σχέση με τον μέσο πολίτη, δηλαδή με την συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού.

Και αυτό για να μπορούν οι κατά εποχή πολιτικοί και υπηρεσιακοί ηγέτες να «παρουσιάζουν» επιτυχίες σε επικοινωνιακά μεγάλες υποθέσεις, αλλά και για να υπάρχουν ακόμη περισσότερες θέσεις ανωτάτων αξιωματικών σε απευθείας επαφή με το μέγαρο της Κατεχάκη.

Και το αποκορύφωμα ήλθε στην πολυδιαφημισμένη «αναδιάρθρωση» της Ελληνικής Αστυνομίας, κατά την οποία ουσιαστικά αναδιαρθρώθηκαν οι θέσεις των στρατηγών του αρχηγείου και οι υπηρεσίες της καθημερινής αντιμετώπισης της εγκληματικότητας υπέκυψαν στο μοιραίο. Και φτάσαμε στο σήμερα να λειτουργούν αστυνομικά τμήματα σε περιοχές όπως ο Ασπρόπυργος, η Ελευσίνα, η Μάνδρα, το Πέραμα να υπολειτουργούν με δύναμη πέντε ως εννέα αστυνομικών, οι ΟΠΚΕ να φρουρούν πολιτικούς και άλλους «στόχους», οι διμοιρίες των ΜΑΤ να φυλούν κτήρια ακίνητοι στόχοι, μέχρι και η ΕΚΑΜ να πραγματοποιεί μεταγωγές κρατουμένων στις φυλακές της χώρας.

Και φυσικά αυτή η κατάσταση οδήγησε και τα στελέχη του σώματος στην ευθυνοφοβία και στον χαρτοπόλεμο διαταγών, τελευταίος παραλήπτης των οποίων είναι πάντα ένας απλός αστυφύλακας  σε βάρος του οποίου καταλήγει η ΕΔΕ, μόνιμη όσο και άχρηστη επωδός, σε κάθε στραβή που θα τύχει!

Αυτή την αστυνομία έχουμε λοιπόν σήμερα. Και όταν το κατανοήσουν, ή το αναγνωρίσουν όσοι έχουν την ευθύνη να την αλλάξουν, τότε θα μπορούν να θέσουν το ερώτημα: τι αστυνομία θέλουμε.

 

*Θάνος Σωτήρης, συντάκτης αστυνομικού ρεπορτάζ

Διευθυντής Σύνταξης του astinomiko.gr