1955: Η ιστορική απόδραση από τις φυλακές των Βούρλων

Μερικές εκατοντάδες μέτρα από το λιμάνι του Πειραιά, σε μια ερημική περιοχή χωρίς φωτισμό, ανάμεσα στα έλη όπου φύτρωναν βούρλα, χτίστηκαν την δεκαετία του 1870 με πρωτοβουλία του δήμου τρία διώροφα κτίρια με 72 δωμάτια, για να στεγάσουν οίκους ανοχής, ώστε οι ιερόδουλες να είναι ελεγχόμενες.

Οι γυναίκες πλήρωναν 40 δραχμές για ενοίκιο και έξοδα γιατρών. Τα Βούρλα, ή Βρωμολίμνη όπως ήξεραν την περιοχή, συγκέντρωσαν γύρω από τη μάντρα τους όλο τον υπόκοσμο. Τη νύχτα η βαριά κόκκινη πόρτα της εισόδου έκλεινε και μόνο οι ιερόδουλες και η αστυνομική δύναμη διανυκτέρευαν μέσα. Αλλά όλο και κάποιος αγαπητικός πηδούσε τη μάντρα. Οι συμπλοκές και τα φονικά ήταν συχνό φαινόμενο, καθώς οι νταβατζήδες έλυναν τις διαφορές τους με τα μαχαίρια.

Την περίοδο της Κατοχής οι Ιταλοί και οι Γερμανοί μετέτρεψαν το συγκρότημα σε φυλακές υψίστης ασφαλείας, ορθώνοντας εξωτερικές σκοπιές. Αυτές ήταν οι φυλακές των Βούρλων, απ’ όπου, 27 πολιτικοί κρατούμενοι οργάνωσαν, λίγο μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, μια από τις πιο εντυπωσιακές αποδράσεις στην παγκόσμια ιστορία.

Οι φυλακές χωρίζονταν σε τρεις πτέρυγες, με 24 κελιά των 4-6 ατόμων η καθεμιά. Στην Α’ πτέρυγα βρίσκονταν οι ποινικοί, στην Β’ Πτέρυγα οι τοξικομανείς και στην Γ’ Πτέρυγα οι πολιτικοί κρατούμενοι. Επί τέσσερις μήνες έσκαβαν νύχτα – μέρα με ένα κοπίδι, ένα σφυρί και ένα σκεπάρνι, για να φτιάξουν την σήραγγα που θα τους οδηγούσε στην ελευθερία. Δεν σταμάτησαν ούτε και τη στιγμή που οι φύλακες έφτασαν μια «ανάσα» από την αποκάλυψη του σχεδίου τους. Σε μια φυλακή όπου η επιτήρησή τους ήταν κάτι παραπάνω από ασφυκτική, εκείνοι ρίσκαραν τα πάντα, την ίδια τους τη ζωή. Στην «επιχείρηση» βοήθησαν οι φίλες δύο κρατουμένων, που «χαρτογράφησαν» την περιοχή, συγκεντρώνοντας χρήσιμα στοιχεία για τις αποστάσεις και το μήκος που έπρεπε να έχει το τούνελ και το σημείο όπου οι δραπέτες θα έβγαιναν στην επιφάνεια.

Η σήραγγα, το «έργο» όπως το έλεγαν συνωμοτικά, θα άρχιζε από το γωνιακό κελί 13, που βρισκόταν πιο κοντά από κάθε άλλο στον εξωτερικό τοίχο των φυλακών, απέναντι από το εργοστάσιο της εταιρείας “Destree”, που παρήγαγε το λουλάκι. Οι κρατούμενοι τρύπησαν το τσιμεντένιο δάπεδο του κελιού κάτω από ένα κρεβάτι που «έβλεπε» στο παράθυρο, για να μπορούν να ελέγχουν την κίνηση και έφτασαν σε βάθος τριών μέτρων, απ’ όπου συνέχισαν να σκάβουν παράλληλα με το έδαφος. Έφτιαξαν ένα τσιμεντένιο καπάκι, με το οποίο κάλυπταν το άνοιγμα τα βράδια, το ασβέστωναν και το καθάριζαν καλά για να μην κινήσουν υποψίες.

Η σήραγγα είχε διάμετρο 80 εκατοστά. Είχαν υπολογίσει ότι έπρεπε να σκάψουν 20-22 μέτρα, για να αφήσουν πίσω τους τον εξωτερικό μαντρότοιχο, την οδό Δογάνης και τον τοίχο του εργοστασίου, ώστε να φτάσουν κάτω από τα αποδυτήρια, χωρίς να γίνουν άμεσα αντιληπτοί από τους εξωτερικούς φρουρούς. Θα έφευγαν Κυριακή, που οι φύλακες ήταν λιγότεροι και πιο «χαλαροί» και το εργοστάσιο δεν λειτουργούσε. Ωστόσο, χρειάζονταν υποστυλώματα, για να μην υποχωρήσει το έδαφος υπό το βάρος των αυτοκινήτων που περνούσαν από την οδό Δογάνης και έναν τρόπο να «ξεφορτώνονται» τις πέτρες και το χώμα.

Με ξυλεία που εξασφάλισαν από παλιά κουφώματα υποστύλωσαν το τούνελ, ενώ τις πέτρες και τα χαλίκια τα χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν ένα πεζούλι και μερικά πλυσταριά. Το χώμα το άδειαζαν στο παρτέρι που είχαν δημιουργήσει και στους γκαζοτενεκέδες που είχαν μετατρέψει σε γλάστρες με λουλούδια. Για να προλάβουν τυχόν απρόοπτα κατά τη βραδινή καταμέτρηση, είχαν κατασκευάσει ομοιώματα ανθρώπων, τα οποία τοποθετούσαν σκεπασμένα με την κουβέρτα στο κρεβάτι αυτών που έσκαβαν το τούνελ. Όσο προχωρούσαν, τόσο συσσωρεύονταν τα μπάζα και περιόριζαν τις διαστάσεις του, με αποτέλεσμα το οξυγόνο να λιγοστεύει και ο χρόνος παραμονής κάθε κρατούμενου να μην ξεπερνά τα δέκα λεπτά. Κάποιοι μάλιστα λιποθύμησαν, αλλά δεν το έβαλαν κάτω.

Την Κυριακή 17 Ιουλίου 1955 όλα ήταν έτοιμα. Λίγη ώρα μετά το μεσημεριανό συσσίτιο και την καταμέτρηση, οι 27 κρατούμενοι φόρεσαν πιτζάμες πάνω από τα ρούχα, κάλτσες πάνω από τα παπούτσια και μαντίλι στα κεφάλια για να μην λερωθούν και κινήσουν υποψίες όταν θα έβγαιναν στο δρόμο. Ο μοναδικός που ήξερε για την απόδραση, αλλά δεν συμμετείχε, ήταν ο Γιάννης Κωνσταντής. Κάποιος έπρεπε να κλείσει την σήραγγα για να δώσει στους υπόλοιπους τον πολύτιμο χρόνο που χρειάζονταν για να απομακρυνθούν και αυτός ανέλαβε τον άχαρο ρόλο.

Το τελευταίο «απρόοπτο» ήταν ο φύλακας της “Destree”, ο οποίος, ειδοποιημένος από την κόρη του, πήγε στο εργοστάσιο και βρέθηκε αντιμέτωπος με τους δραπέτες που έβγαιναν ένας – ένας από την τρύπα στα αποδυτήρια των εργαζομένων του εργοστασίου. Τον κέρασαν τσιγάρο και τον κλείδωσαν στην τουαλέτα. Όταν αργότερα τον απελευθέρωσε η κόρη του, οι φύλακες δεν τον πίστευαν, αλλά τους οδήγησε στην τρύπα και τότε σήμανε συναγερμός!

Η απόδραση προκάλεσε την μεγαλύτερη κινητοποίηση που έκαναν ποτέ Στρατός και Αστυνομία. Οι δραπέτες επικηρύχθηκαν με αμοιβή 5 – 30.000 δραχμές, ενώ προβλέπονταν και αυστηρές ποινές για όσους θα τους έκρυβαν ή περιέθαλπαν. Μόλις δύο ημέρες αργότερα συνελήφθη ο 30χρονος πτηνοτρόφος Σταύρος Σιδέρης, υπόδικος με κατηγορία επί κατασκοπεία. Ο 55χρονος εργάτης Γιώργος Γεωργίου δολοφονήθηκε στα σύνορα και 15 συνελήφθησαν αρκετό καιρό αργότερα, οι περισσότεροι από πληροφορίες καταδοτών. Μόνο δέκα κατάφεραν να διαφύγουν. Το κατόρθωμά τους θα περνούσε στην ιστορία και θα ενέπνεε τον σκηνοθέτη της «Μεγάλης Απόδρασης». Σε μια γελοιογραφία που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Βραδυνή», ο υπουργός Δημοσίων Έργων Κωνσταντίνος Καραμανλής ζητούσε να προσλάβει τους δραπέτες, για να προχωρήσουν τα δημόσια έργα στην Ελλάδα!