1969: Σκότωσε τη γυναίκα του “για λόγους τιμής”

Ο 42χρονος Κωνσταντίνος Λύτρας, που εργαζόταν ως εισπράκτορας στα αστικά λεωφορεία, ήταν παντρεμένος σχεδόν μια εικοσαετία με την 37χρονη Αναστασία και παρά το γεγονός ότι είχαν αποκτήσει τρία παιδιά, ο γάμος τους δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Οι γείτονές τους στην Φυλή χαρακτήριζαν τη σχέση τους τουλάχιστον προβληματική, με συνεχείς καυγάδες, που τους έφταναν στα όρια. Μετά από έναν τέτοιο καυγά, η γυναίκα εγκατέλειψε την άνοιξη του 1969 την συζυγική στέγη και τα παιδιά της και νοίκιασε ένα δωμάτιο, στην οδό Παπανίκα 28 στο Μενίδι.

Δούλευε στα κτήματα της περιοχής και ζούσε ήρεμα, όπως έλεγε η σπιτονοικοκυρά της, χωρίς να δίνει αφορμές για σχόλια. Όμως, ο σύζυγός της ήταν σίγουρος ότι κάποιος άλλος άνδρας της είχε πάρει τα μυαλά και την είχε πείσει να φύγει από το σπίτι και την οικογένειά της. Γι’ αυτό και όταν νωρίς το απόγευμα της 13ης Αυγούστου 1969 αποφάσισε να πάει στο σπίτι της, για να της ζητήσει να επιστρέψει κοντά του, πήρε μαζί του και ένα κρητικό μαχαίρι με λεπίδα 12 εκατοστών.

Κανείς δεν ξέρει τι ειπώθηκε ανάμεσα στο εν διαστάσει ζευγάρι και οδήγησε στο φονικό τον 42χρονο εισπράκτορα, ο οποίος συνελήφθη λίγα λεπτά μετά το έγκλημα. Οι άνδρες της Χωροφυλακής είχαν μόνο την ομολογία του και βασίστηκαν σ’ αυτήν για να σχηματίσουν τη δικογραφία. Το μόνο δεδομένο ήταν η έκθεση του ιατροδικαστή Γιώργου Αγιουτάντη, που έκανε λόγο για άγριο έγκλημα με τρεις μαχαιριές στο στήθος και άλλες δέκα στην πλάτη. Η άτυχη γυναίκα έφερε και τραύματα αμύνης στην αριστερή της παλάμη. Προσπάθησε να αντισταθεί, αλλά δεν τα κατάφερε.

Μετά το έγκλημα ο δράστης έφυγε ψύχραιμος από το σπίτι, πέταξε το μαχαίρι λίγα μέτρα μακριά και ξεκίνησε για το Τμήμα Χωροφυλακής Αχαρνών, με σκοπό να παραδοθεί. Οι γείτονες, που είχαν ακούσει τις αγωνιώδεις φωνές της 37χρονης γυναίκας, είχαν ήδη ειδοποιήσει την Χωροφυλακή και εκείνη την ώρα έφτανε στην οδό Παπανίκα ένα περιπολικό. Το πλήρωμα τον είδε μέσα στα αίματα, τον συνέλαβε και τον οδήγησε στο τμήμα. Την ίδια ώρα η άτυχη γυναίκα βρισκόταν μέσα σε μια λίμνη αίματος. Όταν έφτασε το ασθενοφόρο ήταν ακόμη ζωντανή, αλλά μέχρι να μεταφερθεί στο νοσοκομείο της Νέας Ιωνίας υπέκυψε στα τραύματά της.

Ο συζυγοκτόνος παρέμενε ψύχραιμος και αμετανόητος. Επαναλάμβανε διαρκώς ότι την σκότωσε επειδή η συμπεριφορά της «τον είχε εκθέσει σε όλη την κοινωνία». Η ηλικιωμένη σπιτονοικοκυρά της άτυχης γυναίκας κατέθεσε ότι ήταν τυπική τόσο με την καταβολή του ενοικίου, όσο και με τη συμπεριφορά της και απέκλεισε το σενάριο να εγκατέλειψε την οικογένειά της εξαιτίας τρίτου προσώπου. Πάντως, συγγενείς του θύματος τόνισαν ότι τον τελευταίο καιρό τα νεύρα της ήταν τεντωμένα και δεν δίσταζε να μιλάει άσχημα στο σύζυγό της και τα τρία παιδιά τους, ένα κορίτσι 16 και δύο αγόρια 15 και 13 χρόνων. Ακόμη και η ίδια της η μητέρα έριξε σε αυτήν τα βάρη για τους συχνούς τσακωμούς, αν και κάποιοι γείτονες είχαν ακούσει τον 42χρονο εισπράκτορα να την κακομεταχειρίζεται και να της φέρεται με βάναυσο τρόπο. Γι’ αυτό και τους είχε εκμυστηρευτεί ότι είχε πάρει την απόφαση να φύγει από το σπίτι.

«Πήγα να την βρω για να της ζητήσω να επιστρέψει στο σπίτι μας και να ξαναδώσει στα παιδιά μας τη χαρά που είχαν χάσει», είπε ο Κωνσταντίνος Λύτρας στην απολογία του. «Την βρήκα να συζητάει με έναν μακρινό συγγενή της, ο οποίος εργάζεται κι αυτός ως εισπράκτορας στα λεωφορεία. Τον είχε συναντήσει τυχαία στο δρόμο και όταν την ρώτησε γιατί με εγκατέλειψε, τον κάλεσε στο σπίτι να τον κεράσει καφέ και να συζητήσουν. Τα είπαμε ήρεμα και οι τρεις και πίστεψα ότι την είχα πείσει να γυρίσει. Ξαφνικά όμως άρχισε να με βρίσει και θόλωσε το μυαλό μου. Έβγαλα το
μαχαίρι και την χτύπησα, δεν θυμάμαι πόσες φορές. Μετανιώνω, ήταν η κακιά η ώρα…». Όπως είπε, το μαχαίρι το είχε πάντα μαζί του για να αισθάνεται ασφάλεια, επειδή μετέφερε τις εισπράξεις του λεωφορείου στο οποίο εργαζόταν.

Η δίκη του Κωνσταντίνου Λύτρα έγινε τον Απρίλιο του 1970 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών. Αναπάντεχοι υπερασπιστές στάθηκαν στο πλευρό του η μητέρα και ο αδελφός του θύματος, οι οποίοι κατέθεσαν ότι η Αναστασία ήθελε
να είναι ελεύθερη, αδιαφορώντας για τον σύζυγο και τα παιδιά της. Μάλιστα η φραστική επίθεσή τους στη δολοφονημένη γυναίκα προκάλεσε την αντίδραση του εισαγγελέα της έδρας. Το δικαστήριο αναγνώρισε στον κατηγορούμενο το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου και τον καταδίκασε σε κάθειρξη 15 ετών.