Οι φωνές που ακούγονταν από τον έκτο όροφο αναστάτωσαν το πρωί της 24ης Σεπτεμβρίου 1984 τους κατοίκους της πολυκατοικίας στην οδό Διδότου 3 στο Κολωνάκι. Η δημοσιογράφος Βένια Γονατοπούλου, που έμενε στον πέμπτο όροφο, ειδοποίησε την Άμεση Δράση, λέγοντας ότι πάνω ακριβώς από το δικό της διαμέρισμα γινόταν μεγάλη φασαρία, σαν συμπλοκή με χτυπήματα και κραυγές αγωνίας. Όταν έφτασαν οι αστυνομικοί, ξεκλείδωσαν την πόρτα του μπάνιου, με το κλειδί που βρήκαν πάνω σε ένα τραπεζάκι του σαλονιού και βρήκαν νεκρό τον γνωστό συγγραφέα και έμπορο Θανάση Διαμαντόπουλο, νεκρό, πεσμένο ανάσκελα πάνω σε μια σιδερώστρα.
Το κεφάλι του είχε παραμορφωθεί από τα χτυπήματα. Λίγο αργότερα ειδοποιήθηκε η Ασφάλεια και ο ιατροδικαστής Χαράλαμπος Σταμούλης. Στο νεκροτομείο βρήκε 97 χτυπήματα στο κεφάλι και τραύματα αμύνης στα χέρια! Δίπλα στο νεκρό συγγραφέα ένα ματωμένο σφυρί με ξύλινη λαβή «απαντούσε» στο πρώτο ερώτημα των αστυνομικών για το όργανο του εγκλήματος.
Η είσοδος του διαμερίσματος δεν είχε ίχνη διάρρηξης και όλα έδειχναν ότι δράστης και θύμα ήταν γνωστοί. Ο 73χρονος άνδρας είχε ανοίξει την πόρτα στο δολοφόνο του, κάτι που δεν έκανε εύκολα. Άνοιγε μόνο στους στενούς συνεργάτες του. Η ληστεία αποκλείστηκε ως κίνητρο του εγκλήματος, καθώς οι υπόλοιποι χώροι του διαμερίσματος ήταν τακτοποιημένοι και τα ακριβά αντικείμενα άθικτα. Οι έρευνες της Ασφάλειας άρχισαν με εξέταση μαρτύρων από το συγγενικό και φιλικό του περιβάλλον.
Όλοι μίλησαν για τον ευγενικό και καλοσυνάτο συγγραφέα, που έμενε μόνος του, από τότε που έφυγε από τη ζωή η δεύτερη σύζυγός του. Διατηρούσε κατάστημα με γυναικεία ρούχα στην πλατεία Αμερικής και είχε πάρει τα εύσημα για την ποιότητα του συγγραφικού του έργου ακόμη και από τον Κώστα Βάρναλη, στον οποίο είχε στείλει το βιβλίο του «Συνοπτική ιστορία των λαών», το 1966.
Οι αστυνομικοί επέμειναν στους «Θανάσηδες», καθώς η δημοσιογράφος που είχε ειδοποιήσει για το επεισόδιο είχε ακούσει τις αγωνιώδεις εκκλήσεις του Διαμαντόπουλου, ο οποίος φώναζε: «Μη, Θανάση, έλεος!». Ανάμεσα σ’ αυτούς που κλήθηκαν για κατάθεση ήταν και ο 67χρονος πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών Θανάσης Νάσιουτζικ, ο οποίος γνώριζε το θύμα.
Οι αστυνομικοί άρχισαν να τον βάζουν στο «κάδρο» των υπόπτων εξαιτίας της αδικαιολόγητης ταραχής του. Στην πορεία των ερευνών έμαθαν ότι είχε οικονομικές διαφορές με το θύμα, ο οποίος του είχε δανείσει 50 χρυσές λίρες, ενώ τον είχε επισκεφτεί άλλες 3-4 φορές, πάντα πρωινές ώρες και το γεγονός αυτό το είχε σχολιάσει με την γραμματέα του. Το επίμαχο πρωί ο Νάσιουτζικ τηλεφώνησε στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, απλώς για να πει ότι ήταν στο σπίτι του, ενώ όταν αργότερα πήγε στα γραφεία, ζητούσε επίμονα να μάθει για τη δολοφονία του Διαμαντόπουλου και έδειχνε συμπτώματα πανικού στα όρια της κατάρρευσης.
Την επομένη της δολοφονίας τράβηξε απόμερα την γραμματέα της Εταιρείας και της ζήτησε, σε περίπτωση που την καλούσαν στην Αστυνομία για κατάθεση, να πει ότι εκείνη του είχε τηλεφωνήσει στο σπίτι λίγο πριν από τις 9 το πρωί. Στην κηδεία δεν πήγε, επικαλούμενος ταξίδι εκτός Αθηνών, αν και το συμβούλιο είχε αποφασίσει να εκφωνήσει αυτός τον επικήδειο, ως πρόεδρος.
Δύο ημέρες αργότερα προσπάθησε να αυτοκτονήσει πίνοντας ηρεμιστικά χάπια στο σπίτι του αδελφού του στα Σπάτα, αφήνοντας ένα σημείωμα στο οποίο έγραφε ότι «βαρέθηκε τις συκοφαντίες και τα αδιέξοδα». Όταν πήρε εξιτήριο από το θεραπευτήριο «Υγεία», οι αστυνομικοί τον προσήγαγαν στην Ασφάλεια, ενώ έγιναν έρευνες στο σπίτι του στο Ψυχικό και στο γραφείο του. Παρά το γεγονός ότι την ημέρα της δολοφονίας δεν τον είχε δει κανείς να μπαίνει ή να φεύγει από την πολυκατοικία της οδού Διδότου, οι αστυνομικοί είχαν πειστεί ότι το άλλοθί του ήταν ψεύτικο. Ο ίδιος υποστήριξε ότι το έπλεξε πάνω στον πανικό του, επειδή φοβήθηκε μήπως τον ενοχοποιήσουν λόγω των σχέσεών του με τον Διαμαντόπουλο. Στα μέσα Οκτωβρίου η Ασφάλεια έκλεισε το φάκελο και τον έστειλε στον εισαγγελέα.
Χωρίς να έχει λάβει καμία σχετική νομική συμβουλή, ο Θανάσης Νάσιουτζικ κάλεσε στο σπίτι του τους δημοσιογράφους για να τους πείσει ότι είναι αθώος. Δείχνοντας τα χέρια του που έτρεμαν, τους ρώτησε: «Γίνεται με αυτά τα χέρια να σκοτώσω άνθρωπο;». Οι δημοσιογράφοι του επισήμαναν ότι αυτό ακριβώς έλεγε η Αστυνομία, ότι, δηλαδή, το χέρι που σκότωσε τον Διαμαντόπουλο ήταν αδύναμο και ασταθές, γι’ αυτό και χρειάστηκε 97 χτυπήματα. Ο Νάσιουτζικ έδειξε να τα χάνει και λίγο καιρό αργότερα από μάρτυρας θα γινόταν κατηγορούμενος. Την Πρωταπριλιά του 1985 ο ανακριτής τον κάλεσε σε απολογία. Με σύμφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα κρίθηκε προφυλακιστέος.
Τον Απρίλιο του 1986 το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών έκρινε ένοχο κατά πλειοψηφία τον Νάσιουτζικ και τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη. Ο δικαστικός «μαραθώνιος» που μόλις είχε αρχίσει, κράτησε εννιά χρόνια και αναδείχτηκε ως μία από τις κορυφαίες δικαστικές συγκρούσεις. Στο πλευρό του βρέθηκαν ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος, ο Αντώνης Φούσας και ο Αριστείδης Οικονομίδης. Επικεφαλής της πολιτικής αγωγής ήταν ο Νίκος Κωνσταντόπουλος.
Η δίκη σε δεύτερο βαθμό έγινε το Μάιο του 1988 και όπως αποκάλυψε αρκετά χρόνια αργότερα η κόρη του Νάσιουτζικ, Παυλίνα, σε ένα διάλειμμα της δίκης τον πλησίασε ο δραπέτης Βαγγέλης Ρωχάμης, ντυμένος γυναίκα και του πρότεινε να τον βοηθήσει να αποδράσει. Όμως ο κατηγορούμενος αρνήθηκε, καθώς ήταν βέβαιος ότι θα αποδείκνυε την αθωότητά του. Και πράγματι, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών ανέτρεψε την απόφαση και με οριακή πλειοψηφία 4-3 αθώωσε τον Θανάση Νάσιουτζικ. «Ευχαριστώ τη δικαιοσύνη. Τώρα θα ψάξω να βρω τον πραγματικό δολοφόνο», δήλωσε στους δημοσιογράφους.
Η πλευρά Διαμαντόπουλου ζήτησε αναίρεση της απόφασης από τον Άρειο Πάγο, που έγινε δεκτή κι έτσι η δίκη επαναλήφθηκε τον Ιούνιο του 1990 στο ίδιο δικαστήριο. Μετά από ακροαματική διαδικασία που κράτησε σχεδόν τρεις εβδομάδες, η απόφαση ήταν και πάλι αθωωτική, με την ίδια οριακή πλειοψηφία. Όμως ασκήθηκε νέα αναίρεση και τον Απρίλιο του 1993 ο Νάσιουτζικ κάθισε για τέταρτη φορά στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Με ψήφους 6-1 κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε κάθειρξη 15 ετών, καθώς το δικαστήριο του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου. «Αυτή η απόφαση είναι εξόντωση για μένα και την οικογένειά μου. Δέκα χρόνια τώρα φωνάζω ότι είμαι αθώος. Αυτό θα λέω κι από τον τάφο μου ακόμη», είπε στους δημοσιογράφους. Η σύζυγός του Ζωή, τον αγκάλιασε και ξέσπασε σε ουρλιαχτά: «Είναι αθώος! Καταραμένοι! Μας καταστρέψατε την οικογένεια…». Ο Θανάσης Νάσιουτζικ έκανε χρήση των ευνοϊκών διατάξεων για το προχωρημένο της ηλικίας του και αποφυλακίστηκε τον Απρίλιο του 1995. Έφυγε από τη ζωή το 2005.