Στα 70 του χρόνια ο χαρτέμπορος Γιώργος Μάρκου συνέχιζε τη δουλειά στην επιχείρηση που είχε δημιουργήσει, στη γωνία Λυκούργου και Κλεισθένους στην Ομόνοια. Η σύζυγός του είχε πεθάνει μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο και γι’ αυτόν η δουλειά ήταν μια διέξοδος ώστε να ξεχάσει, να συνεχίσει να ζει και να στέκεται δίπλα στις δύο κόρες του.
Ήταν ένα ήσυχο κυριακάτικο πρωινό, 16 Δεκεμβρίου 1984, όταν η 41χρονη Ιφιγένεια του τηλεφώνησε επανειλημμένως, αλλά δεν πήρε απάντηση κι έτσι αποφάσισε να πάει από το σπίτι του, στη λεωφόρο Συγγρού 161. Άνοιξε με το κλειδί της και βρέθηκε αντιμέτωπη με το αποτρόπαιο θέαμα. Ο πατέρας της ήταν νεκρός, πεσμένος ανάσκελα στο καθιστικό, μέσα σε λίμνη αίματος. Ειδοποίησε αναστατωμένη την Άμεση Δράση και λίγο αργότερα έφταναν στη Νέα Σμύρνη οι αξιωματικοί της δίωξης κοινού εγκλήματος.
Ο άτυχος έμπορος ήταν ντυμένος κανονικά, χωρίς παπούτσια. Στο κεφάλι του είχε ένα ματωμένο πουκάμισο, με το ένα μανίκι κοντά στο στόμα του. Οι αστυνομικοί βρήκαν πάνω στο τραπέζι ένα ποτήρι με ουίσκι και ένα μπολάκι με ξηρούς καρπούς και στο μπάνιο μια ματωμένη πετσέτα. Η τηλεόραση και τα φώτα ήταν αναμμένα.
Το σκηνικό παρέπεμπε σε άγριο έγκλημα, αλλά το όργανο και το κίνητρο παρέμεναν «σκοτεινά». Στις τσέπες του παντελονιού του θύματος βρέθηκαν άθικτες 12.000 δραχμές, ενώ το διαμέρισμα έδειχνε σχετικά τακτοποιημένο και δεν «πρόδιδε» ληστεία. Άθικτα βρέθηκαν και κάποια πολύτιμα αντικείμενα στο σαλόνι του διαμερίσματος. Ο ιατροδικαστής Μιχάλης Πούλος διαπίστωσε στο νεκροτομείο ότι ο Γιώργος Μάρκου έφερε τρία τραύματα στο κεφάλι από αντικείμενο που δεν βρέθηκε ποτέ.
Οι αξιωματικοί της Ασφάλειας άρχισαν να παίρνουν καταθέσεις από το περιβάλλον του 70χρονου εμπόρου. Η κόρη του, Ιφιγένεια, που τον είχε βρει νεκρό, κατέθεσε ότι ήταν αγαπητός σε όλο τον κόσμο και δεν είχε διαφορές στο επαγγελματικό του περιβάλλον. «Και εγώ και η αδελφή μου του τηλεφωνήσαμε το πρωί, αλλά δεν το σήκωνε», είπε στους αστυνομικούς. «Μένω κοντά, στην οδό Πλαστήρα και πήγα με τα πόδια γιατί ανησύχησα. Άνοιξα με το κλειδί μου και τον βρήκα νεκρό. Τίποτα δεν έδειχνε ότι είχε μπει κάποιος στο σπίτι. Δεν μπορώ να σκεφτώ ποιος ήθελε να του κάνει κακό…».
Ο χαρτέμπορος έμενε στο ιδιόκτητο διαμέρισμα της λεωφόρου Συγγρού από το 1959 και δεν το εγκατέλειψε ούτε όταν η σύζυγός του έφυγε από τη ζωή. Οι γείτονές του δεν αντελήφθησαν το παραμικρό και μίλησαν για έναν πρόσχαρο άνθρωπο, που δεν είχε προκαλέσει ποτέ προβλήματα.
Αφού προσήγαγαν δεκάδες υπόπτους, χωρίς αποτέλεσμα, οι αστυνομικοί ερεύνησαν τις επαγγελματικές συναλλαγές του χαρτεμπόρου. Οι συγγενείς του «έδειξαν» τον 60χρονο βιοτέχνη Άγγελο Τσαούση, με τον οποίο είχε εμπορικές σχέσεις. Στην κατοχή του βρέθηκαν επιταγές του θύματος, αξίας 900.000 δραχμών. «Μου τις έδωσε επειδή μου χρωστούσε χρήματα και δεν είχε μετρητά», είπε ο ίδιος. «Αυτές οι συναλλαγές μπορεί να μην είναι νόμιμες, αλλά συνηθίζονται μεταξύ εμπόρων», πρόσθεσε, πριν αφεθεί ελεύθερος, ελλείψει στοιχείων. Όμως δεν είχε «καθαρίσει» ακόμη με την δικαιοσύνη…
Τον Σεπτέμβριο του 1987 ο ανακριτής τον κάλεσε ξανά για κατάθεση. Τον άφησε ελεύθερο, αλλά τρεις ημέρες αργότερα ο εισαγγελέας, αφού μελέτησε τα στοιχεία της δικογραφίας, αποφάσισε να ασκήσει σε βάρος του ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση. Μετά την απολογία του αφέθηκε ελεύθερος με περιοριστικούς όρους. Όταν στις αρχές του 1991 απαλλάχθηκε με βούλευμα, παίρνοντας πίσω και την χρηματική εγγύηση, πίστεψε ότι τα βάσανά του είχαν τελειώσει. Μέχρι που στις αρχές Φεβρουαρίου βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών τον κατηγορούσε και πάλι για την δολοφονία, διατάζοντας την προφυλάκισή του.
Σχεδόν καθημερινά η σύζυγος και τα δύο παιδιά του τον επισκέπτονταν στον Κορυδαλλό, στηρίζοντάς τον, καθώς δεν πίστεψαν ούτε για μια στιγμή ότι είχε βάψει τα χέρια του με αίμα. Όμως οι ελπίδες και η εμπιστοσύνη του στη δικαιοσύνη γκρεμίστηκαν μονομιάς, όταν το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Καρπενησίου τον έκρινε με οριακή πλειοψηφία ένοχο για την δολοφονία του 70χρονου χαρτεμπόρου και τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη. Στην εκφώνηση της ετυμηγορίας δεν βρισκόταν στην δικαστική αίθουσα, καθώς μετά την απολογία του κατέρρευσε. Έμαθε την απόφαση στο νοσοκομείο από τους δικηγόρους του. Όταν πήρε εξιτήριο οδηγήθηκε στις φυλακές της Νέας Αλικαρνασσού, περιμένοντας για τον ορισμό της έφεσής του.
Η δικαίωση για τον Άγγελο Τσαούση ήρθε από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, το οποίο τον έκρινε αθώο, καθώς από το φάκελο της δικογραφίας και την ακροαματική διαδικασία δεν στοιχειοθετήθηκε σε βάρος του το αδίκημα της ανθρωποκτονίας…