1986: Τραγωδία στις εξέδρες του Αλκαζάρ

Ο 29χρονος καθηγητής Χαράλαμπος Μπλιώνας από το Λουτρό Ελασσόνας ζούσε και εργαζόταν στην Αθήνα. Με το ποδόσφαιρο δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις. Όμως εκείνο το μεσημέρι η μοίρα τού έπαιξε τραγικό παιχνίδι. Έβαψε με το αίμα του τις εξέδρες του Σταδίου Αλκαζάρ στη Λάρισα, θανάσιμα τραυματισμένος στην καρωτίδα από φωτοβολίδα που ρίχτηκε από το «πέταλο» που φιλοξενούσε τους οπαδούς του ΠΑΟΚ.

Ο άτυχος εκπαιδευτικός είχε πάει στο χωριό του για να γιορτάσει μαζί με τους γονείς και τα δύο αδέλφια του τον διορισμό του σε Τεχνικό Λύκειο στο Περιστέρι. Το πρωί της Κυριακής θα ξεκινούσε για το ταξίδι της επιστροφής στην Αθήνα. Όμως, άργησε να φτάσει στον σταθμό των ΚΤΕΛ. Το λεωφορείο είχε φύγει μόλις πέντε λεπτά νωρίτερα και το επόμενο αναχωρούσε αργά το απόγευμα. Έτσι, για να περάσει την ώρα του, αποφάσισε να πάει στο γήπεδο Αλκαζάρ, για να δει την Λάρισα που αντιμετώπιζε την ομάδα της Θεσσαλονίκης.

Ήταν λίγο μετά τις 2 το μεσημέρι -ο αγώνας θα ξεκινούσε στις 3 παρά τέταρτο- όταν μια φωτοβολίδα έφυγε από την απέναντι εξέδρα, όπου βρίσκονταν οι οπαδοί του ΠΑΟΚ. Διέσχισε όλο τον αγωνιστικό χώρο, χτύπησε σε ένα κιγκλίδωμα και «καρφώθηκε» στο λαιμό του άτυχου καθηγητή, προκαλώντας διαμπερές τραύμα. Το θέαμα ήταν σοκαριστικό.

Η φωτοβολίδα καιγόταν στο λαιμό του, που αιμορραγούσε ασταμάτητα. Ο φίλαθλος που καθόταν δίπλα στον Μπλιώνα δεν άντεξε και λιποθύμησε. Κάποιοι πιο ψύχραιμοι έριξαν πάνω του ένα μπουφάν για να σβήσουν τη φωτιά. Κάποιοι άλλοι, με αγωνιώδεις προσπάθειες και μάχη με το χρόνο, μετέτρεψαν μια διαφημιστική πινακίδα σε αυτοσχέδιο φορείο, με το οποίο τον μετέφεραν στην καρότσα ενός μικρού αγροτικού φορτηγού και από εκεί στο νοσοκομείο, καθώς ασθενοφόρο στο γήπεδο δεν υπήρχε…

Οι γιατροί δεν μπορούσαν πλέον να βοηθήσουν τον άτυχο καθηγητή, που θα παντρευόταν την αγαπημένη του λίγους μήνες αργότερα. «Εάν υπήρχε στο γήπεδο ένα κέντρο άμεσης βοήθειας, ο φίλαθλος θα σωζόταν», είπε ένας παιδίατρος από τη Θεσσαλονίκη, αυτόπτης μάρτυρας του τραγικού περιστατικού.

Η είδηση του θανάτου του άτυχου καθηγητή δεν άργησε να φτάσει στο Αλκαζάρ και ο αντιπρόεδρος της Λάρισας Βασίλης Τσιάρας ζήτησε από τον παρατηρητή να αναβληθεί ο αγώνας, επειδή υπήρχε φόβος τα έκτροπα να γενικευθούν. Ωστόσο το αίτημά του δεν έγινε δεκτό και το παιχνίδι, παρά τις αντιδράσεις, άρχισε κανονικά. Το γήπεδο «έβραζε» και το σύνθημα «δολοφόνοι, δολοφόνοι» ακουγόταν κάθε τόσο από την κερκίδα των Λαρισαίων. Μέχρι που ο αγώνας ολοκληρώθηκε με νίκη των γηπεδούχων με 2-1.

Ο αδελφός του Χαράλαμπου Μπλιώνα έμαθε το τραγικό νέο από ένα μικρό ραδιόφωνο, την ώρα που δούλευε στα βαμβάκια. Όταν έφτασε άρον – άρον στο σπίτι, η μητέρα του έκλαιγε με λυγμούς, καθώς είχε ενημερωθεί από έναν συγγενή τους.

«Δεν νομίζω ότι μπορούμε να αποδώσουμε ευθύνες στην Αστυνομία», δήλωσε κυνικά στην κάμερα της ΕΡΤ ο ταξίαρχος που ήταν επικεφαλής της αστυνομικής δύναμης. Απέδωσε το δυστύχημα σε τυχαίο συμβάν που δεν ήταν εγκληματική ενέργεια και πρόσθεσε ότι «έγιναν σωματικές έρευνες στους φιλάθλους κατά την είσοδό τους στο γήπεδο, αλλά δυστυχώς…».

Την ίδια ώρα ο προπονητής της Λάρισας Γιάτσεκ Γκμοχ, με τα ιδιαίτερα ελληνικά του, δήλωνε «έξω από φρένα» και καλούσε όλους «να ξυπνήσουν γιατί ένας άνθρωπος έχασε τη ζωή του». Λίγο αργότερα ο διαιτητής της συνάντησης Γιώργος Γιαννόπουλος διάβαζε στους δημοσιογράφους το απόσπασμα από το φύλλο αγώνα, που αναφερόταν στο σκεπτικό της απόφασης να γίνει ο αγώνας, στη «σκιά» της τραγωδίας: «Επειδή η ατμόσφαιρα ήταν οξυμένη, καλέσαμε εγώ και ο παρατηρητής τους εκπροσώπους και των δύο ομάδων και με τον αστυνομικό διευθυντή εκτιμήσαμε ότι έπρεπε να γίνει το παιχνίδι προς αποφυγήν γενικεύσεως των επεισοδίων».

Δηλώσεις έκανε και ο πρόεδρος του ΠΑΟΚ Χάρης Σαββίδης, ο οποίος χαρακτήρισε «εχθρό του αθλήματος» αυτόν που εκτόξευσε τη φωτοβολίδα, με την ευχή «να τιμωρηθεί παραδειγματικά, γιατί στέρησε τη ζωή ενός ανθρώπου».

Οι 3.000 οπαδοί της φιλοξενούμενης ομάδας αποχώρησαν από το γήπεδο μία ώρα αργότερα, αφού το γήπεδο είχε πλέον αδειάσει. Τα λεωφορεία που τους μετέφεραν πήραν το δρόμο μέσω Τιρνάβου και Κοζάνης, για να μην έρθουν σε επαφή με τους οπαδούς της Λάρισας, καθώς οι πληροφορίες έλεγαν ότι είχαν στήσει καρτέρι στη γέφυρα του Πηνειού για αντίποινα.

Ο φερόμενος ως δράστης, ο 20χρονος Βασίλης Θεοδωρίδης ο οποίος είχε πάει στη Λάρισα για να δει τον αγώνα με τον αδερφό του και τρεις φίλους του, συνελήφθη λίγες ημέρες αργότερα και προφυλακίστηκε. Αρνήθηκε ότι ήταν αυτός που έριξε τη μοιραία φωτοβολίδα. Στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, τον Ιανουάριο του 1988, καταδικάστηκε σε κάθειρξη 6,5 ετών, ποινή που μειώθηκε σε δεύτερο βαθμό από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Βόλου σε φυλάκιση 2 ετών και ενός μηνός. «Δεν φάνηκε η αλήθεια, εγώ είμαι ήσυχος με τη συνείδησή μου. Αυτοί που είναι κοντά μου ξέρουν ότι δεν το έκανα», είπε ο ίδιος λίγα λεπτά μετά την εκφώνηση της απόφασης.