Πεντέμισι χρόνια δεν στάθηκαν ικανά να σβήσουν το πάθος του για εκδίκηση. Ούτε η ισόβια κάθειρξη που είχε επιβληθεί στο δολοφόνο του γιου του ήταν αρκετή. Ήθελε να αποδώσει ο ίδιος δικαιοσύνη, «καταδικάζοντάς» τον στην ποινή του θανάτου, μέσα στην αίθουσα του δικαστικού μεγάρου Πειραιά. «Είχα το όπλο 45 χρόνια στο σπίτι μου, να που μου χρειάστηκε…», είπε στους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν μετά την εκτέλεση της δικής του «ετυμηγορίας». «Τώρα λευτερώθηκα…».
Η εν ψυχρώ εκτέλεση του 27χρονου Μανόλη Παπαδόσηφου έμελλε να «πυροδοτήσει» μια από τις πλέον ξακουστές βεντέτες της Κρήτης. Όλα άρχισαν στις 7 Αυγούστου 1983, σε μια καφετέρια του Ρεθύμνου. Ο 35χρονος Γιάννης Βενιεράκης έμαθε ότι ο νεαρός είχε συμβουλεύσει την κοπέλα με την οποία είχε σχέση, «να είναι πιο προσεκτική μαζί του» και του ζήτησε να συναντηθούν για να λύσουν την παρεξήγηση.
Ανέβηκαν στο πατάρι «για να συζητήσουν με την ησυχία τους», όπως του είπε, αλλά η συζήτηση δεν κράτησε παρά λίγα δευτερόλεπτα. Ο Βενιεράκης τράβηξε όπλο και σκότωσε εν ψυχρώ τον Μανόλη Παπαδόσηφο. Έφυγε τρέχοντας από την καφετέρια, αλλά δεν άργησε η στιγμή της σύλληψής του. Δυόμισι μήνες αργότερα οδηγήθηκε στη δικαιοσύνη, που τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη.
Τα χρόνια περνούσαν με τον Βενιεράκη πίσω από τα σίδερα της φυλακής να περιμένει το εφετείο και τους γονείς του Μανόλη Παπαδόσηφου να μαραζώνουν από το χαμό του γιου τους. Η δίκη σε δεύτερο βαθμό αποφασίστηκε να διεξαχθεί εκτός Κρήτης, για να αποφευχθούν οι εντάσεις και τα τυχόν αντίποινα. Είχαν περάσει πεντέμισι χρόνια από τη δολοφονία, αλλά οι αρχές ήθελαν να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο και όρισαν τη δίκη στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πειραιά, για τις 20 Δεκεμβρίου 1988.
Ο Βενιεράκης θα καθόταν ξανά στο εδώλιο του κατηγορουμένου, ελπίζοντας αυτή τη φορά στην επιείκεια του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ώστε να μειωθεί η ποινή του και να αποφυλακιστεί συντομότερα. Η ακροαματική διαδικασία κυλούσε ήρεμα, όταν η επιβλητική παρουσία του 63χρονου Γιάννη Παπαδόσηφου, που σηκώθηκε με αργές κινήσεις από τις θέσεις του ακροατηρίου, τράβηξε τα βλέμματα όλων. «Σεις, μωρέ, δεν είστε άξιοι να κρίνετε τον φονιά», είπε στα μέλη του δικαστηρίου και αμέσως έβγαλε πιστόλι.
Πλησίασε το εδώλιο και πυροβόλησε εν ψυχρώ τρεις φορές τον κατηγορούμενο. Οι σφαίρες τον έπληξαν στο σημείο όπου ήθελε ο δράστης, στο ίδιο που είχε χτυπηθεί και ο γιος του από το όπλο του ανθρώπου που τώρα έγερνε τραυματισμένος θανάσιμα. Έριξε άλλες δύο, που «καρφώθηκαν» στα έδρανα, χωρίς να τραυματίσουν κάποιο από τα μέλη του δικαστηρίου, που είχαν σκύψει για να καλυφθούν.
Μέσα σε πανδαιμόνιο οι δύο αστυνομικοί που βρίσκονταν στη δικαστική αίθουσα έτρεξαν να τον αφοπλίσουν και να τον συλλάβουν. Δεν χρειάστηκε να καταβάλουν μεγάλη προσπάθεια. «Το πένθος τελείωσε…», τους είπε, φανερά ανακουφισμένος, τείνοντας τα χέρια του για να του περάσουν τις χειροπέδες. «Ξαλάφρωσα, αγαλλίασε η ψυχή μου. Το κοπέλι μου από εκεί ψηλά θα χαμογελάει τώρα. Δικάστε με εις θάνατον να τελειώνω!», πρόσθεσε.
Πώς, όμως, κατάφερε να περάσει μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου το πιστόλι, το οποίο, όπως είπε ο ίδιος, είχε αρπάξει στην κατοχή από τους Γερμανούς;
Την ημέρα της δίκης το είχε πάρει μαζί του αλλά επειδή ήταν σίγουρος ότι οι αστυνομικοί θα του έκαναν σωματικό έλεγχο, το άφησε στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου ενός φίλου του, έξω από τα δικαστήρια. Δύο φορές βγήκε από την αίθουσα «για να πάρει αέρα» και στην επιστροφή τον έψαξαν πάλι. Την τρίτη τον είδαν ταλαιπωρημένο και τον άφησαν να περάσει χωρίς έλεγχο. Αποφάσισε τότε να κάνει πράξη τη σκέψη που ωρίμαζε σιγά – σιγά στο μυαλό και την ψυχή του, από την ημέρα που έχασε το γιο του. Ο θρύλος τον ήθελε να κρύβει το όπλο μέσα στην πυκνή και μακριά γενειάδα του, που είχε αφήσει εξαιτίας του πένθους του. Ωστόσο η εκδοχή αυτή αμφισβητήθηκε, καθώς το συγκεκριμένο όπλο δεν γίνεται να κρυφτεί σε μια γενειάδα, όσο μεγάλη κι αν είναι αυτή.
Ο Γιάννης Παπαδόσηφος καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 12 ετών και 8 μηνών, που σε δεύτερο βαθμό, μειώθηκε τον Ιούλιο του 1993 από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πειραιά στα 8 έτη και 3 μήνες. Έμεινε στη φυλακή για πέντε χρόνια και μετά την αποφυλάκισή του, επέστρεψε στο Ρέθυμνο, όπου έζησε ήρεμος μέχρι το τέλος της ζωής του, σε ηλικία 87 ετών, το 2012.
Έως την τελευταία στιγμή δεν μετάνιωσε για την πράξη του. «Αν ζούσε, θα τον ξανασκότωνα», έλεγε συχνά στους συγχωριανούς του. Οι γονείς του Γιάννη Βενιεράκη είχαν ζητήσει αυξημένα μέτρα ασφαλείας στο δικαστήριο, αλλά δεν εισακούστηκαν από την Αστυνομική Διεύθυνση Πειραιά, που δήλωσε άγνοια για την διεξαγωγή μιας τόσο σοβαρής δίκης. Έδειξαν αυτοσυγκράτηση και ψυχραιμία και δεν φάνηκαν πρόθυμοι να συνεχίσουν την βεντέτα. Ίσως να αναγνώρισαν αυτό που ειπώθηκε από ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, ότι, δηλαδή, από τον Γιάννη Παπαδόσηφο αποδόθηκε δικαιοσύνη…