1990: Έγκλημα στον “Απόλλωνα”

ÁÓÔÕÍÏÌÉÁ ÓÔÉÃÌÉÏÔÕÐÁ. (EUROKINISSI/ ÃÉÁÍÍÇÓ ÐÁÍÁÃÏÐÏÕËÏÓ)

Το νυχτερινό κέντρο «Απόλλων» στη λεωφόρο Βουλιαγμένης 22 ήταν εκείνο το Σαββατόβραδο γεμάτο κόσμο, που διασκέδαζε στους ρυθμούς του Γιάννη Πάριου, της Χαρούλας Αλεξίου και της Δήμητρας Γαλάνη. Η δυνατή μουσική και η πυκνή κυκλοφορία των αυτοκινήτων «έπνιξαν» τον θόρυβο από τον υπαίθριο χώρο στάθμευσης, εκεί όπου μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα έπεσε βαρύτατα τραυματισμένος ο 54χρονος παρκαδόρος του καταστήματος Χρήστος Τζιγκουνάκης.

Τα φώτα του δρόμου και οι προβολείς του κέντρου έκαναν τη νύχτα μέρα, αλλά κανείς δεν είδε αυτούς που επιτέθηκαν με ένα ξύλο στον άτυχο υπάλληλο, μόλις 15 μέτρα μακριά από την είσοδο. Ένας πελάτης, που μόλις είχε αφήσει το αυτοκίνητό του στο χώρο στάθμευσης και δεν έβρισκε τον παρκαδόρο για να του δώσει τα κλειδιά, ενημέρωσε την κοπέλα της γκαρνταρόμπας και εκείνη βγήκε για να τον αναζητήσει. «Τρέξτε, χτύπησαν τον Χρήστο», φώναξε γεμάτη αγωνία στους συναδέλφους της. Ο Χρήστος Τζιγκουνάκης ήταν αιμόφυρτος, πεσμένος ανάμεσα στα σταθμευμένα αυτοκίνητα.
Ένα απ’ αυτά ήταν το δικό του.

«Τον βρήκαμε μέσο στο αίμα, αλλά είχε ακόμη τις αισθήσεις του», θα πει αργότερα ο μετρ του «Απόλλωνα» Κώστας Μπάκας. «Έδειξε ότι συνερχόταν, προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια του, αλλά ήταν πολύ ζαλισμένος από τα χτυπήματα. Τον βάλαμε γρήγορα σ’ ένα αυτοκίνητο για να τον μεταφέρουμε στο νοσοκομείο, επειδή, όπως μας είπαν από το ΕΚΑΒ, οι εργαζόμενοι είχαν απεργία και το ασθενοφόρο θα αργούσε».

Ο σερβιτόρος Ανδρέας Κουνάβης ήταν ένας απ’ αυτούς που συνόδευσαν τον 54χρονο παρκαδόρο στον Σταθμό Α’ Βοηθειών. Στα χέρια του ξεψύχησε. «Οι γιατροί μας είπαν να τον πάμε στον Ευαγγελισμό, γιατί η κατάστασή του ήταν σοβαρή», είπε. “Κοίτα πως με κατάντησαν τα κ…παιδα”, ψέλλισε ο Χρήστος κοιτάζοντας το ματωμένο του πρόσωπο στον καθρέφτη του αυτοκινήτου και έγειρε πάνω μου χωρίς τις αισθήσεις του. Στο νοσοκομείο μας είπαν ότι ήταν πλέον αργά…».

Στο νυχτερινό κέντρο προκλήθηκε αναστάτωση και λίγο αργότερα έφτασαν οι αξιωματικοί του τμήματος ανθρωποκτονιών για την πρώτη αυτοψία. Αναζητώντας οτιδήποτε θα τους βοηθούσε στις έρευνες, βρήκαν ανάμεσα στα σταθμευμένα αυτοκίνητα ένα μακρόστενο ξύλο με ίχνη αίματος. Κανείς από τους υπαλλήλους, όμως, δεν ήταν σε θέση να δώσει περισσότερες πληροφορίες. Οι δράστες εξαφανίστηκαν χωρίς να γίνουν αντιληπτοί.

Τα πρώτα στοιχεία μαρτυρούσαν ότι ο άτυχος υπάλληλος ήρθε αντιμέτωπος με κακοποιούς, τους οποίους πιθανόν αντιλήφθηκε να προσπαθούν να «ανοίξουν» κάποιο από τα αυτοκίνητα και τον χτύπησαν για να διαφύγουν. Ο ίδιος πρόλαβε μόνο να πει μόνο ότι ήταν δύο νεαροί, που εμφανίστηκαν ξαφνικά από τη λεωφόρο Βουλιαγμένης. Η πιθανότητα το κίνητρο της επίθεσης να ήταν οι προσωπικές ή οικονομικές διαφορές απομακρυνόταν από τις έρευνες των αστυνομικών.

Ο Χρήστος Τζιγκουνάκης έμενε στην Ηλιούπολη και ήταν πατέρας δύο παιδιών, του 17χρονου Γιώργου και της 13χρονης Χαρούλας. Ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στον «Απόλλωνα» και, όπως είπαν οι υπάλληλοι, έκανε πολλά χρόνια αυτή τη δουλειά.

Ο προϊστάμενος της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Νίκος Μπεναρδής διαπίστωσε την επόμενη ημέρα στο νεκροτομείο ότι ο θάνατός του επήλθε από αναρρόφηση γαστρικών υγρών και όχι από τα χτυπήματα, από τα οποία είχε ένα ανώμαλο θλαστικό τραύμα στη δεξιά μετωπιαία χώρα, αλλά και πολλαπλές διασχίσεις δέρματος, εκδορές και πολλές εκχυμώσεις στο λαιμό, που έδειχναν ότι πάλαιψε με τους φονιάδες, πριν χάσει τις αισθήσεις του.

Οι αστυνομικοί προσπάθησαν μέσα από καταθέσεις και προσαγωγές σεσημασμένων διαρρηκτών αυτοκινήτων να φωτίσουν τις τελευταίες στιγμές του και να βρεθούν στα ίχνη των δραστών. «Αν ψάξουν στα κλεφτρόνια, θα βρουν τους δράστες», είπε οργισμένος ο κουνιάδος του άτυχου παρκαδόρου, που ήταν σίγουρος ότι ο Χρήστος Τζιγκουνάκης πλήρωσε με τη ζωή του την προσπάθειά του να σταματήσει αυτούς που πήγαν στο πάρκινγκ του «Απόλλωνα» για να κλέψουν. Ωστόσο οι έρευνες της Ασφάλειας βρέθηκαν σε αδιέξοδο. Οι δράστες δεν άφησαν ίχνη πίσω τους, καθώς τα δακτυλικά αποτυπώματα που βρέθηκαν δεν στάθηκε δυνατόν να αξιοποιηθούν και η υπόθεση παρέμεινε σκοτεινή.