1993: Μια ομολογία που άργησε εννιά χρόνια

Η εξιχνίαση της δολοφονίας του 68χρονου συνταξιούχου Γιώργου Τσαντίλα δεν είχε προηγούμενο στα ελληνικά εγκληματολογικά χρονικά. Ακόμη και οι αξιωματικοί του τμήματος ανθρωποκτονιών δυσκολεύτηκαν να φέρουν στη μνήμη τους λεπτομέρειες της υπόθεσης, όταν τους τηλεφώνησαν από το φυλάκιο της Κρυσταλλοπηγής και τους είπαν ότι είχαν μπροστά τους τον Αλβανό δράστη ενός εγκλήματος που είχε γίνει εννιά χρόνια πριν, στο κέντρο της Αθήνας.

Στη φυλακή, όπου είχε οδηγηθεί για κλοπές στην πατρίδα του, ο νεαρός είχε γνωρίσει έναν ευαγγελιστή ιερέα, ο οποίος του δίδαξε το λόγο του Θεού. Μόλις αποφυλακίστηκε, ομολόγησε από τύψεις ότι είχε σκοτώσει τον άτυχο συνταξιούχο για να τον ληστέψει!

Ήταν 27 Οκτωβρίου 1993, όταν ο 68χρονος συνταξιούχος κτηματομεσίτης Γιώργος Τσαντίλας βρέθηκε νεκρός με τραύματα από μαχαίρι, στην γκαρσονιέρα του, στην οδό Φυλής 55. Οι αστυνομικοί που έφτασαν λίγο αργότερα κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι κίνητρο του εγκλήματος ήταν η ληστεία, καθώς όλοι οι χώροι του σπιτιού ήταν αναστατωμένοι και εμφανώς ψαγμένοι. Στο τασάκι υπήρχαν αποτσίγαρα από δύο διαφορετικές μάρκες, ενώ το θύμα δεν κάπνιζε. Ίχνη παραβίασης στην είσοδο δεν υπήρχαν και όλα έδειχναν ότι οι δράστες ήταν δύο και πιθανότατα γνώριζαν το θύμα.

Πληροφορίες που έφτασαν στην Ασφάλεια έλεγαν ότι ο Γιώργος Τσαντίλας σύχναζε στην πλατεία Βάθη, αναζητώντας εφήμερες παρέες νεαρών. Στο τμήμα ανθρωποκτονιών έγιναν πολλές προσαγωγές υπόπτων, τα αποτυπώματα των οποίων δεν ταυτίστηκαν με αυτά που είχαν βρεθεί στην γκαρσονιέρα του θύματος. Οι έρευνες κατέληξαν σε αδιέξοδο.

Ο φάκελος της υπόθεσης σκονιζόταν σε κάποιο ράφι της Ασφάλειας, όταν στις 20 Ιανουαρίου 2002 οι αστυνομικοί στο Τμήμα Κρυσταλλοπηγής είδαν εμβρόντητοι τον 28χρονο Αλβανό Έντουαρντ Λέκα να εμφανίζεται μπροστά τους και να τους λέει ότι είχε σκοτώσει άνθρωπο στην Αθήνα, το 1993. Το ίδιο είχε πει και στους συμπατριώτες του μέσα στη φυλακή, αλλά δεν τον πίστεψε κανείς!

Δύο χρόνια μετά τη δολοφονία του 68χρονου συνταξιούχου έφυγε για την Αλβανία και επιδόθηκε σε κλοπές. Συνελήφθη από την τοπική αστυνομία και οδηγήθηκε στη φυλακή. Πίσω από τα κάγκελα γνωρίστηκε με έναν ιερέα ευαγγελιστή, ο οποίος πήγαινε κατά διαστήματα εκεί, για να κηρύττει το λόγο του Θεού. Με τον καιρό ο νεαρός μουσουλμάνος άρχισε να αλλάζει χαρακτήρα και συμπεριφορά. Τα λόγια του ιερέα άγγιζαν την ψυχή του και το θρησκευτικό συναίσθημα φούντωνε μέσα του. Σύντομα ασπάστηκε τον Χριστιανισμό.

Σε μία από τις επαφές με τον πνευματικό του, ο νεαρός κρατούμενος «λύγισε» από τις τύψεις. Του είπε ότι είχε ένα βάρος μέσα του, που δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Του αποκάλυψε ότι δεν ήταν μόνο οι κλοπές που είχε κάνει στην Αλβανία και ήδη «πλήρωνε» πίσω από τα κάγκελα, αλλά τον βασάνιζε και ένας φόνος που είχε διαπράξει στην Αθήνα, σχεδόν εννιά χρόνια πριν.

Ο ιερέας τον συμβούλευσε να ακολουθήσει τη συνείδησή του. Κι έτσι έκανε! Ζήτησε ακρόαση από τον διευθυντή των φυλακών. Αν και ομολόγησε, περιγράφοντας με λεπτομέρειες το έγκλημά του, εκείνος τον αγνόησε, επειδή προφανώς δεν τον πίστεψε. Ο Έντουαρντ επέστρεψε απογοητευμένος στο κελί του, αλλά δεν το έβαλε κάτω, αναζητώντας τη λύτρωση.

Όταν έφτασε η στιγμή της αποφυλάκισης, πήρε το δρόμο για τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Ενημέρωσε τους αστυνομικούς και πήγε κατ’ ευθείαν στο τοπικό τμήμα. Επανέλαβε ότι το 1993 είχε σκοτώσει άνθρωπο στην Αθήνα και ήταν έτοιμος να ξετυλίξει κάθε πτυχή της υπόθεσης που στριφογυρνούσε για χρόνια στο μυαλό του. Οι αστυνομικοί επικοινώνησαν με το τμήμα ανθρωποκτονιών στην Αθήνα. Εκείνοι ξαφνιάστηκαν, αλλά αυτή τη φορά ο Έντουαρντ ήταν αποφασισμένος να τους πείσει!

Πήρε το ακουστικό και άρχισε να δίνει λεπτομέρειες για τη δολοφονία, που ακόμη και οι έμπειροι αξιωματικοί είχαν ξεχάσει! Τις επόμενες ώρες ο 28χρονος Αλβανός ήταν μπροστά τους και κατέθετε μετανοημένος. Του πήραν δακτυλικά αποτυπώματα, για να τα συγκρίνουν με τα «ορφανά» από την γκαρσονιέρα του Γιώργου Τσαντίλα και πράγματι διαπίστωσαν ότι ταυτίζονταν. Ο ίδιος ομολόγησε και κάποιες διαρρήξεις που είχε κάνει πριν από τη δολοφονία του 68χρονου συνταξιούχου.

Η Ασφάλεια έκλεισε τη δικογραφία της δολοφονίας και την έστειλε στον εισαγγελέα. Η ειλικρινής μεταμέλεια του δράστη ήταν το κυρίαρχο στοιχείο και αυτό που μέτρησε στη συνείδηση των δικαστών, που τον έκριναν με περισσή επιείκεια.