1993: Σοκ στη μικρή κοινωνία της Ερμιόνης

Η παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1994 βρήκε ανάστατη τη μικρή κοινωνία της Ερμιόνης στην Αργολίδα, στο άκουσμα της δολοφονίας ενός 7χρονου αγοριού. Aπό το προηγούμενο βράδυ πολλοί χωριανοί είχαν βγει στους δρόμους, για να βοηθήσουν τον ελαιοχρωματιστή Μανόλη Δουρή, όταν έμαθαν ότι αναζητούσε τα ίχνη του Νίκου, ενός από τα επτά παιδιά του, που είχε εξαφανιστεί. Ο μικρός είχε φύγει το μεσημέρι για να παίξει με τους φίλους του, αλλά είχε πέσει η νύχτα και δεν είχε επιστρέψει.

Ο 40χρονος πατέρας πήρε το αυτοκίνητο και λίγο αργότερα δήλωσε την εξαφάνιση στο Αστυνομικό Τμήμα του Κρανιδίου. Φαινόταν ανήσυχος, σχεδόν έκλαιγε. Ήταν σίγουρος ότι το παιδί κάτι κακό είχε πάθει. Ο αξιωματικός υπηρεσίας τον καθησύχασε ότι ο μικρός θα βρεθεί, καθώς ήδη πίσω στο χωριό οικογένεια και φίλοι είχαν ξεκινήσει τις έρευνες. Μαζί τους και δεκάδες κάτοικοι, ακόμη και κάποιοι απ’ αυτούς που χαρακτήριζαν «προβληματική» την οικογένεια Δουρή, έβαλαν στην άκρη τις σκέψεις τους και άρχισαν να ψάχνουν το 7χρονο αγόρι.

Ο Δουρής επέστρεψε στο χωριό και μπήκε κι αυτός στις έρευνες. Έδειχνε συντετριμμένος, καθώς ο Νικολάκης δεν είχε βρεθεί πουθενά. Είχε πάει 2.30 τα ξημερώματα όταν, παλεύοντας με τις τύψεις του, πήρε μαζί ένα από τα αγόρια του και ξαναβγήκε στους δρόμους. Κατευθύνθηκε σε ένα ακατοίκητο σπίτι με μαντρότοιχο, όπου δύσκολα θα φανταζόταν κανείς να ψάξει. Πήδηξε στην αυλή και βρήκε το παιδί του νεκρό, σκεπασμένο με ένα μπουφάν. Ξέσπασε σε κλάματα και κατάρες προς τους δολοφόνους.

Τα άσχημα νέα φτάνουν γρήγορα στην Αθήνα και η παραλιακή κωμόπολη των 3.000 κατοίκων «κατακλύζεται» τις επόμενες ώρες από κάμερες και δημοσιογράφους. Όλοι πέφτουν πάνω στον απελπισμένο πατέρα. Εκείνος κλαίει χωρίς δάκρυα μπροστά στις κάμερες, παρακαλεί για βοήθεια και ορκίεζεται να εκδικηθεί. Στην κηδεία του γιου του μονολογεί: «Άγγελέ μου τι σου έκαναν;»…

Στο μεταξύ στην Αθήνα ο ιατροδικαστής Φίλιππος Κουτσαύτης ανατριχιάζει με αυτά που βρίσκει στο άψυχο κορμί του αγοριού. Έχει κακοποιηθεί σεξουαλικά πριν ο δολοφόνος το σκοτώσει, φράζοντάς του με τα χέρια το στόμα και τη μύτη. Βρίσκει και τρίχες, μία από τις οποίες ανήκει στον πατέρα του παιδιού. Ο Μανόλης Δουρής καλείται στο Αστυνομικό Τμήμα Κρανιδίου. Δίνει συνολικά τρεις καταθέσεις, μέσα από τις οποίες ομολογεί σταδιακά το βιασμό και τη δολοφονία του παιδιού του, «σε κατάσταση εκτός εαυτού». Έτσι απλά, επειδή είχε αργήσει να επιστρέψει στο σπίτι…

Το σκότωσε μέσα στην αποθήκη και, καθώς όλοι έλειπαν, το μετέφερε μέσα στη νύχτα και το εγκατέλειψε σε ένα πεζούλι, σκεπάζοντάς το με μπουφάν. «Δεν κατάλαβα πώς το έκανα», υποστηρίζει. «Ήμουν σε έξαλλη κατάσταση. Είχα πολλά νεύρα επειδή πάσχω από νευρικές διαταραχές και πίνω χάπια». Τα ίδια επαναλαμβάνει και στους δημοσιογράφους που τον ρωτούν επίμονα.

Πολλοί στην Ερμιόνη, και ανάμεσά τους η σύζυγος και τα παιδιά του Δουρή, δεν πιστεύουν -ή τουλάχιστον έτσι δηλώνουν- ότι αυτός βρίσκεται πίσω από τη δολοφονία του μικρού Νίκου. Ωστόσο η κλειστή κοινωνία του χωριού αφήνει υπονοούμενα ότι κακομεταχειριζόταν τα παιδιά του, ότι είχε καταγγείλει παλαιότερα βιασμό άλλου παιδιού του από ηλικιωμένο συγχωριανό του αποσπώντας του εκβιαστικά χρήματα και άλλα, που δεν είναι δυνατόν να διασταυρωθούν.

Ο Μανόλης Δουρής οδηγείται κατηγορούμενος για το στυγερό έγκλημα στον εισαγγελέα και από εκεί στον ανακριτή. Κανένας δικηγόρος δεν δέχεται να τον υπερασπιστεί και, όπως προβλέπεται σε αυτές τις περιπτώσεις, συνήγορο υπεράσπισης ορίζει η εισαγγελία Ναυπλίου. Στην ανακρίτρια τα «γυρνάει»: «Αρνούμαι όλες τις κατηγορίες που μου αποδίδονται. Όσα έχω καταθέσει, τα κατέθεσα υπό την επήρεια χαπιών και ναρκωτικών». Με συνοπτικές διαδικασίες κρίνεται προφυλακιστέος. Την ημέρα της μεταγωγής του από τις φυλακές Ναυπλίου σε αυτές τις Κέρκυρας, οι κάμερες είναι εκεί και καταγράφουν κάποιους συγκρατούμενούς του να τον γρονθοκοπούν αλύπητα, ενώ αυτός προσπαθεί να μιλήσει στους δημοσιογράφους μέσα από την «κλούβα». Όταν έρχεται η στιγμή της αποβίβασης, το πρόσωπό του είναι αλλοιωμένο από το ξύλο.

Το Νοέμβριο του 1994, μετά από ακροαματική διαδικασία τεσσάρων ημερών, ο Δουρής ακούει ψύχραιμος την ποινή του από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Κορίνθου: ισόβια κάθειρξη για ανθρωποκτονία, κάθειρξη 20 ετών για βιασμό, φυλάκιση ενός έτους για ασέλγεια και στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για δέκα χρόνια. Κατά τη διάρκεια της δίκης υποστηρίζει ότι το 7χρονο παιδί σκότωσε η σύζυγός του και ο εραστής της, ενώ ο συνήγορος υπεράσπισης, Βασίλης Καρύδης, τονίζει ότι ο Δουρής πρέπει να κατηγορηθεί για ανθρωποκτονία εξ αμελείας. «Είμαι αθώος», ψελλίζει ο ίδιος, πριν οι αστυνομικοί τον πάρουν από την δικαστική αίθουσα με χειροπέδες.

Ωστόσο δεν θα προλάβει να στηρίξει τους ισχυρισμούς του σε δεύτερο βαθμό. Στις 24 Φεβρουαρίου 1996 θα βρεθεί κρεμασμένος με το καλώδιο της τηλεόρασης, στις τουαλέτες των φυλακών της Τρίπολης. Έως τότε κανείς δεν τον έχει επισκεφτεί και ο ίδιος, σε συζητήσεις με συγκρατουμένους του, επιμένει ότι είναι αθώος. Tην ημέρα της κηδείας λιγοστοί άνθρωποι διασχίζουν τα στενά σοκάκια της Eρμιόνης για να τον συνοδεύσουν στην τελευταία του κατοικία. Μόνο η οικογένειά του, δυο – τρεις γείτονες και μερικοί περίεργοι. Tα κανάλια σπεύδουν και πάλι στην Ερμιόνη, για να εκμαιεύσουν από τη γυναίκα και τα παιδιά του αυτόχειρα το «γιατί».

H Γεωργία Δουρή είναι απόμακρη και ουδέτερη. Δεν φαίνεται αιφνιδιασμένη από την αυτοκτονία Έχει κόψει κάθε σχέση μαζί του τουλάχιστον τους τελευταίους έξι μήνες. Λέει μόνο ότι έχει κάποια γράμματα «που θα ρίξουν φως στην υπόθεση της δολοφονίας». Όμως, δεν έχει πλέον καμία σημασία…