1996: Δικαστικό θρίλερ για δύο δολοφονίες στην Κρήτη

Γνωστός δικηγόρος του Ηρακλείου Κρήτης, ο Μιχάλης Γερωνυμάκης βρέθηκε στη θέση εκείνων που κατά καιρούς υπερασπιζόταν. Κατηγορούμενος, και μάλιστα για διπλή δολοφονία. Είχε ειδοποιήσει ο ίδιος την Αστυνομία το μεσημέρι της 23ης Οκτωβρίου 1996, όταν επιστρέφοντας στο σπίτι του, στη λεωφόρο Ακαδημίας 52, βρήκε νεκρές με τραύματα από μαχαίρι την 48χρονη σύζυγο του Μαρίνα και την 83χρονη μητέρα της Ειρήνη Κλαουράκη.

Ίχνη παραβίασης στην πόρτα της εισόδου δεν υπήρχαν, ούτε βρέθηκαν από την Σήμανση άγνωστα αποτυπώματα, ενώ ο σκύλος της οικογένειας δεν γάβγισε. Όλα αυτά οδηγούσαν τις έρευνες των αξιωματικών της Ασφάλειας Ηρακλείου σε πρόσωπα οικεία. Οι ιατροδικαστές Μανόλης Φραγκούλης και Μανόλης Μιχαλοδημητράκης μέτρησαν επτά μαχαιριές στο σώμα της συζύγου του δικηγόρου και δώδεκα στης μητέρας της.

Προσδιόρισαν χρονικά το έγκλημα από τις 3.30 έως τις 7.30 – 8 το πρωί, ώρες κατά τις οποίες ο Μιχάλης Γερωνυμάκης βρισκόταν ακόμη στο σπίτι. Επιπλέον, είχε κάποιες αμυχές στα χέρια, πιθανόν από πάλη, ενώ η εξέταση στο αίμα που είχε βρεθεί στο νύχι του έδειξε ότι ανήκε στις δυο γυναίκες.

Ο 49χρονος δικηγόρος οδηγήθηκε στην Ασφάλεια ως ύποπτος πλέον, καθώς τα στοιχεία ήταν σε βάρος του. Ο ίδιος υποστήριξε ότι έπιασε μόνο τον σφυγμό της γυναίκας του, για να δει εάν ήταν ζωντανή. Παρά τις φωνές του ότι δεν είχε καμία σχέση με τη διπλή δολοφονία, η δικογραφία ήταν επιβαρυντική και ο εισαγγελέας άσκησε σε βάρος του ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση κατά συρροή. Μετά την απολογία του στον ανακριτή Νίκο Βεργιτσάκη, προφυλακίστηκε.

Η υπόθεση δίχασε την κοινωνία του Ηρακλείου. Πολύς κόσμος συμπαραστάθηκε στον δικηγόρο, ακόμη και οι συγγενείς των δύο θυμάτων, ενώ δεν υπήρχε πολιτική αγωγή εναντίον του.

Ένα χρόνο μετά το διπλό έγκλημα, το Νοέμβριο του 1997, ο Μιχάλης Γερωνυμάκης κάθισε στο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Ρεθύμνου. Στο πλευρό του είχε τους δύο γιους του, όπως από την πρώτη ημέρα που βρέθηκε κατηγορούμενος. «Δεν βρήκα καιρό να κλάψω τη μάνα μου και τη γιαγιά μου. Δεν μπορώ να ησυχάσω όταν ξέρω ότι ο δολοφόνος κυκλοφορεί ελεύθερος και ο πατέρας μου κατηγορείται, ενώ είναι αθώος…», είπε στην κατάθεσή του ο Γιώργος Γερωνυμάκης.

Αίσθηση προκάλεσε και η κατάθεση του μικρότερου αδελφού του, Χαράλαμπου. Ακόμη και όταν ρωτήθηκε αρκετές φορές από το δικαστήριο για την εξωσυζυγική σχέση που διατηρούσε ο πατέρας του, επισήμανε πως αυτή η σχέση δεν διατάρασσε το ήρεμο κλίμα που υπήρχε στο σπίτι. «Η μητέρα μου δεν γνώριζε γι’ αυτήν τη σχέση. Θα μου το έλεγε, γιατί με τη μητέρα μου εγώ ήμουν ένα…», είπε χαρακτηριστικά.

«Όταν δύο γιοι, που υπεραγαπούσαν τη μητέρα τους, υπερασπίζονται με τέτοιο πάθος τον πατέρα τους, εγώ δεν θέλω άλλη απόδειξη ότι είναι αθώος», σχολίασε ο εκ των συνηγόρων υπεράσπισης Φοίβος Ιωαννίδης.

H κατάθεση της καθηγήτριας μουσικής που συνδεόταν ερωτικά με τον Μιχάλη Γερωνυμάκη σκιαγράφησε στο δικαστήριο την προσωπικότητά του. Τον περιέγραψε ως ένα ευαίσθητο άνθρωπο και πρόσθεσε ότι η σχέση τους είχε ημερομηνία λήξης. «Εγώ δεν ήθελα έναν δεύτερο γάμο και εκείνος δεν ήθελε να χαλάσει το σπίτι του», είπε χαρακτηριστικά. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας κατέθεσε και ένας κτηνίατρος, ο οποίος βεβαίωσε ότι εάν ο σκύλος της οικογένειας έβλεπε κάποιον ξένο να μπαίνει στο σπίτι, θα του είχε επιτεθεί.

Το πιο κρίσιμο στοιχείο ήταν ο ακριβής χρόνος τέλεσης του εγκλήματος. Η υπεράσπιση, επικαλούμενη την βιβλιογραφία της ιατροδικαστικής, προσπάθησε να αποδείξει ότι ίσως είχε γίνει και αργότερα το πρωί, όταν ο κατηγορούμενος δικηγόρος είχε αποδεδειγμένα φύγει από το σπίτι για το δικαστικό μέγαρο Ηρακλείου, κάτι που δεν μπορούσε να αποκλείσει εντελώς ο μάρτυρας ιατροδικαστής Μανόλης Μιχαλοδημητράκης. Πάντως για τις αμυχές και το αίμα στο χέρι του Μιχάλη Γερωνυμάκη ήταν κατηγορηματικός: «Δεν προέρχονται από νύχι σκύλου, όπως ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος, αλλά από αιχμηρό αντικείμενο. Όσο για το αίμα που βρέθηκε στο νύχι του, εκεί μπορεί να εισέλθει μόνο μετά από βίαιη επαφή».

«Ζω μια φρίκη, έναν εφιάλτη. Νομίζω ότι δεν είναι αλήθεια και πως κάποια στιγμή θα ξυπνήσω», είπε Μιχάλης Γερωνυμάκης στην απολογία του, που κράτησε έξι ώρες. Άλλοτε βουρκωμένος, άλλοτε ψύχραιμος και κάποιες στιγμές σε υπερένταση, μίλησε για τη ζωή του, τη μητέρα των παιδιών του, αλλά και για την εξωσυζυγική του σχέση, ρίχνοντας ευθύνες στον εαυτό του. Επέμενε όμως ότι δεν είχε λόγο να σκοτώσει την σύζυγο και την πεθερά του.

«Αν δεν ήταν ο σατανάς αυτός που μπήκε μέσα στο σπίτι μου, ήταν κάποιος που ήρθε για να χύσει αίμα, για να βασανίσει», είπε χαρακτηριστικά. Ωστόσο, οι τρεις τακτικοί δικαστές, όπως και ο εισαγγελέας Γιώργος Σανιδάς, πείστηκαν πως ο κατηγορούμενος είχε δολοφονήσει τις δύο γυναίκες, πιθανόν για να καρπωθεί την περιουσία τους. Αντιθέτως, οι τέσσερις ένορκοι δεν θεώρησαν επαρκή τα επιβαρυντικά στοιχεία, τα οποία χαρακτήρισαν απλές ενδείξεις και όχι αποδείξεις. Έτσι, μετά από ακροαματική διαδικασία δύο εβδομάδων, το δικαστήριο έκρινε αθώο κατά πλειοψηφία τον Μιχάλη Γερωνυμάκη, μέσα σε φωνές επιδοκιμασίας και χειροκροτήματα.

Ο δικηγόρος, αν και ήταν ελεύθερος, επέστρεψε στις φυλακές της Νέας Αλικαρνασσού και διανυκτέρευσε εκεί. Μέχρι να ετοιμαστούν τα χαρτιά ήθελε να δει και να ευχαριστήσει όλους αυτούς που του συμπαραστάθηκαν στην περιπέτειά του.

Μετά από εισήγηση του εισαγγελέα της έδρας, ο εισαγγελέας εφετών Κρήτης Αντώνης Βασιλάκης άσκησε έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης, με αποτέλεσμα ο δικηγόρος να παραπεμφθεί σε νέα δίκη. Μέχρι να προσδιοριστεί ο χρόνος και το δικαστήριο, ζούσε με το στίγμα του δολοφόνου, όπως έλεγε, δηλώνοντας αποφασισμένος να αποκαλύψει τον πραγματικό φονιά.

Το Μάρτιο του 2001 κάθισε και πάλι στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Αυτή τη φορά δικάστηκε από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πειραιά. «Έσφαξε τη σύζυγο και την πεθερά του σαν αρνιά», είπε στην αγόρευσή του ο εισαγγελέας της έδρας, εισηγούμενος την ενοχή του χωρίς κανένα ελαφρυντικό, ενώ οι γιοι του Μιχάλη Γερωνυμάκη αποχωρούσαν ενοχλημένοι από την αίθουσα. Και πρόσθεσε ότι η σύζυγος του κατηγορούμενου, που ήταν και το πρώτο θύμα του, δεν έφερε σημάδια άμυνας και επομένως πρέπει να γνώριζε τον δράστη. Όπως φάνηκε, όμως, κανείς δεν συντάχθηκε μαζί του. Τα μέλη του δικαστηρίου έκριναν το δικηγόρο ομόφωνα αθώο. «Αθώος αλλά όχι ελεύθερος», δήλωσε ο ίδιος βγαίνοντας από την αίθουσα του δικαστηρίου, φανερά ανακουφισμένος. «Αν δεν βρεθεί ο δράστης, δεν θα ησυχάσω…».