1996: Θεόφιλος Σεχίδης, ο σφαγέας της Θάσου

Σε μια μικρή κοινωνία, όπως ο Λιμένας Θάσου, κανείς δεν είχε υποψιαστεί επί τρεις μήνες το κακό που είχε βρει την οικογένεια Σεχίδη. Έβλεπαν μόνο τον Θεόφιλο, που σπούδαζε στη Νομική Κομοτηνής, ενώ ο πατέρας του δεν είχε πάει όλο αυτό το διάστημα στο σχολείο της Ποταμιάς, όπου ήταν διευθυντής και τα παιδιά είχαν μείνει χωρίς απολυτήρια.

Κι όμως, κανείς δεν αναρωτήθηκε το γιατί. Χρειάστηκε να έρθει από το Βέλγιο η θεία του 24χρονου φοιτητή, που έψαχνε τον σύζυγό της, για να αποκαλυφθεί η φρίκη. Η Ελένη Σεχίδη πήγε μαζί με τον γιο της στο πατρικό του συζύγου της στον Τριπόταμο Φλώρινας και λίγες ημέρες αργότερα την ακολούθησε και ο Θεόφιλος, «αναζητώντας» τους δικούς του που είχαν «εξαφανιστεί»! Η γυναίκα είχε υποψιαστεί από την πρώτη στιγμή τον ανιψιό της, γνωρίζοντας τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα του και βλέποντας την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του. Και ήταν αυτή που οδήγησε τους αστυνομικούς στο σπίτι – «σφαγείο» της Θάσου και στην αποκάλυψη του πρωτοφανούς εγκλήματος, στις 8 Αυγούστου 1996.

«Αν δεν τους σκότωνα εγώ, θα με σκότωναν εκείνοι», είπε στους αστυνομικούς, την ώρα που τον πήγαιναν για την αναπαράσταση. Το μοναδικό πτώμα που βρέθηκε ήταν αυτό του θείου του, Βασίλη Σεχίδη 57 χρόνων, ο οποίος είχε έρθει στη Θάσο για διακοπές. Ήταν αποκεφαλισμένο, ενώ έλειπαν τα χέρια και τα πόδια. «Είχε έρθει από το Βέλγιο για να συνεννοηθούν με τον πατέρα μου και να με κλείσουν σε ίδρυμα», είπε ο Θεόφιλος Σεχίδης. Κι έτσι το «οικογενειακό συμβούλιο» για την τύχη του μετατράπηκε σε λουτρό αίματος…

«Στις 19 Μαΐου 1996 είχαμε πάει με το θείο μου στο κάστρο και καβγαδίσαμε. Προσπάθησε να με χτυπήσει με μαχαίρι. Τον έσπρωξα και έπεσε στο γκρεμό. Κατέβηκα και τον είδα να ψυχορραγεί», αφηγήθηκε ήρεμος. Και συνέχισε
περιγράφοντας πώς τον αποτελείωσε χτυπώντας τον με ένα ψαλίδι στο λαιμό και έκρυψε το πτώμα του στους θάμνους. Ο 24χρονος φοιτητής αγόρασε ένα κυνηγετικό όπλο, του έκοψε την κάννη και γύρισε στο σπίτι. Το απόγευμα τσακώθηκε με τον 55χρονο πατέρα του, Δημήτρη, τον πυροβόλησε και τον έσυρε στο μπάνιο.

Την ώρα εκείνη επέστρεφαν η 46χρονη μητέρα του Μαρία με την αδελφή του, Έμμυ, η οποία πήγε στο δωμάτιό της. «Η μάνα μου κρατούσε μαχαίρι. Της το άρπαξα και της έκοψα το λαιμό», συνέχισε να περιγράφει ψύχραιμος. «Η αδελφή μου άκουσε τη φασαρία και μου όρμησε κι αυτή με μαχαίρι. Την χτύπησα με τον ίδιο τρόπο και την πυροβόλησα για να μην τυραννιέται».

Ο 24χρονος φοιτητής κοιμήθηκε το βράδυ με τη νεκρή οικογένεια του! Το πρωί η γιαγιά του, Ερμιόνη Καλαμάρα 75 χρόνων, πήγε στο σπίτι για να τους επισκεφτεί και αντίκρισε το αποτρόπαιο θέαμα. Ο Σεχίδης συνέχισε: «Άρπαξε ένα μαχαίρι να με χτυπήσει. Τι να έκανα; Την σκότωσα». Στη συνέχεια τεμάχισε τα τέσσερα πτώματα στο μπάνιο και τα τοποθέτησε σε 36 μεγάλες σακούλες. Από τα κρανία έβγαλε τους εγκεφάλους και τους έβαλε στην κατάψυξη, με σκοπό «να τους μελετήσει και να τους φάει, για να τους τιμωρήσει και να ικανοποιήσει την περιέργειά του»!

Κάνοντας δύο δρομολόγια με το “Audi” του πατέρα του, μετέφερε τα τεμαχισμένα πτώματα και τα πέταξε στη χωματερή της Νέας Καρβάλης. Αργότερα πέταξε τα ματωμένα ρούχα και τα πατάκια του σπιτιού. Σε όσους ρωτούσαν που είχαν πάει οι δικοί του, απαντούσε ότι είχαν φύγει στο εξωτερικό για να κάνει η αδελφή του αποτοξίνωση από τα ναρκωτικά. Σκόπευε να πάει διακοπές και να δηλώσει την εξαφάνισή τους όταν θα επέστρεφε. Δεν πρόλαβε όμως. Μετά την καταγγελία της θείας του, την 1η Αυγούστου 1996, εντοπίστηκε μία εβδομάδα αργότερα στο σπίτι που διατηρούσε η οικογένειά του, στην οδό Φιλελλήνων 24 στην Ανάληψη Θεσσαλονίκης. Στο αυτοκίνητο με το οποίο κυκλοφορούσε βρέθηκαν δύο μαχαίρια, δύο ψαλίδια, ένα σιδεροπρίονο και δέκα μεγάλες σακούλες σκουπιδιών.

Στην απολογία του ο 24χρονος φοιτητής υποστήριξε ότι από την πρώτη στιγμή που πήγε στo πατρικό του Θάσο όλοι ήταν εχθρικοί απέναντί του. «Ήθελαν να κουρευτώ, να ξυριστώ και να σταματήσω τη ζωγραφική και τη μουσική. Όμως εγώ κατάλαβα ότι όλα αυτά ήταν προφάσεις για να με βγάλουν από τη μέση. Απειλούσαν τη ζωή μου και είχαν συνωμοτήσει σε βάρος μου». Στη συνέχεια περιέγραψε με λεπτομέρειες τα φρικτά του εγκλήματα και οδήγησε τους αστυνομικούς στο σημείο όπου είχε σκοτώσει το θείο του. Τα υπόλοιπα πτώματα δεν βρέθηκαν ποτέ. «Ό,τι έκανα, το έκανα εν αμύνη και γι αυτό δεν μετανιώνω», είπε κλείνοντας την προανακριτική του απολογία.

«Δεν θέλω πολλά πράγματα. Aν ακούω Mπαχ ή Μότσαρτ και μου επιτρέπουν να διαβάζω, είμαι εντάξει», είπε ο Θεόφιλος Σεχίδης σε έναν αστυνομικό, μέσα από το κρατητήριο της Αστυνομικής Διεύθυνσης Kαβάλας. «Tώρα είμαι στα χέρια σας και δεν κινδυνεύω από κανέναν. Mέσα στη φυλακή ποιος μπορεί να με πλησιάσει; Εάν δεν με ανακαλύπτατε, θα παραδινόμουν μόνος του τον άλλο μήνα, που θα άνοιγαν τα σχολεία», πρόσθεσε. Ο 24χρονος φοιτητής είχε πέσει στα χέρια της Aστυνομίας και λίγες ημέρες πριν αποκαλυφθούν τα εγκλήματά του, όταν βρέθηκαν στο αυτοκίνητό του δύο κυνηγετικά όπλα, αλλά αφέθηκε ελεύθερος εξαγοράζοντας την ποινή φυλάκισης 10 μηνών που του επέβαλε το αυτόφωρο πλημμελειοδικείο. Τότε ζητήθηκε έρευνα στο σπίτι του από τις δικαστικές αρχές, αλλά η απάντηση ήταν ότι «δεν υπήρχε διαθέσιμος δικαστικός»…

«Δεν είναι σχιζοφρενής», γνωμάτευσαν το Μάιο του 1997 οι γιατροί για το δολοφόνο της Θάσου. Με λίγα λόγια είχε τη δυνατότητα καταλογισμού για τα εγκλήματα που διέπραξε, αν και επηρεαζόταν από ψυχολογικά προβλήματα. Tο πόρισμα των δύο ψυχιάτρων της Θεσσαλονίκης «έλυνε» τα χέρια των δικαστικών αρχών, που μπορούσαν πλέον χωρίς νομικά κωλύματα να τον παραπέμψουν σε δίκη. Ο εισαγγελέας μελέτησε τη δικογραφία και συνέταξε πρόταση προς το Συμβούλιο Eφετών Θράκης, το οποίο εξέδωσε το παραπεμπτικό βούλευμα.

Η δίκη του Θεόφιλου Σεχίδη άρχισε δύο μήνες αργότερα, στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Δράμας. Συνήγορος υπεράσπισης ορίστηκε από τον κατάλογο του τοπικού δικηγορικού συλλόγου. Ανάμεσα στους μάρτυρες ήταν και ο καθηγητής ψυχιατρικής Γιώργος Καπρίνης, ο οποίος είπε μεταξύ άλλων στην κατάθεσή του: «Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι πάσχει από σχιζότυπη διαταραχή, αλλά δεν είναι σχιζοφρενής. Θα μπορούσε να αναπτύξει σχιζοφρένεια, αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Η αδελφή του ήταν σχιζοφρενής. Ο ίδιος είχε μειωμένες αντιστάσεις στην ιδέα διάπραξης των εγκλημάτων. Πάντως, δεν χρήζει θεραπευτικής αγωγής. Στις συζητήσεις που κάναμε μας είπε ότι είχε τη γνώμη πως είναι νόθο παιδί και γι’ αυτό ήθελε να τους εξοντώσει». Κατά τη διάρκεια της δίκης παρουσιάστηκε μια γνωμάτευση του ειδικού νευροακτινολόγου Χρήστου Παπαγιάννη σε αξονική τομογραφία εγκεφάλου του Σεχίδη που είχε γίνει τέσσερα χρόνια πριν από τα εγκλήματά του και έδειχνε εγκεφαλικές ανωμαλίες.

«Δεν μετανιώνω για τίποτε», επαναλάμβανε κάθε τόσο στην τρίωρη απολογία του ο κατηγορούμενος, περιγράφοντας πώς σκότωσε τους πέντε συγγενείς του και στη συνέχεια τεμάχισε τα πτώματά τους. «Τους σκότωσα γιατί δεν μου αποκάλυπταν ποια ήταν η πραγματική μου μητέρα». Στην αγόρευσή του ο εισαγγελέας τόνισε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις αρμόζει η θανατική ποινή. Μετά από ακροαματική διαδικασία μόλις έντεκα ωρών, ο Θεόφιλος Σεχίδης καταδικάστηκε πέντε φορές σε ισόβια και επιπλέον κάθειρξη 7,5 ετών. Το δικαστήριο επιδίκασε και 50 εκατομμύρια δραχμές στους πολιτικώς ενάγοντες Ελένη Σεχίδη και τον γιο της Θεόφιλο.

Τον Ιούνιο του 1998 ο Θεόφιλος Σεχίδης παρουσιάστηκε στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θράκης, στην Κομοτηνή, όπου είχε οριστεί η κατ’ έφεση δίκη του σε δεύτερο βαθμό. Ζήτησε το λόγο πριν από την έναρξη της διαδικασίας και είπε μεταξύ άλλων: «Δεν έχω κάτι καινούργιο να παρουσιάσω στο δικαστήριο. Όταν υπάρχουν πέντε πτώματα, τι ρόλο μπορεί να παίξει ο πρότερος έντιμος βίος; Ασφαλώς θα με ενδιέφερε να μειωθεί η ποινή μου, αλλά μια ζωή στη φυλακή θα είναι πάλι. Δεν θέλω να ταλαιπωρήσω άλλο το δικαστήριο». Η παραίτησή του από την έφεση έγινε δεκτή. Το δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη ποινή και διέταξε την επαναφορά του στις φυλακές Κορυδαλλού. Στις 12 Φεβρουαρίου 2019 ο Θεόφιλος Σεχίδης βρέθηκε νεκρός στα λουτρά του ψυχιατρείου των φυλακών, από παθολογικά αίτια, καθώς το τελευταίο διάστημα αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας.