1997: Σκότωσε τον επίγειο θεό της

«Tον αγαπούσα ακόμα και την ώρα που τον σκότωνα. Ακόμη τον αγαπώ. Έκανα ό,τι έκανα για την τιμή τη δική μου και της οικογένειάς μου, που την είχα καταρρακώσει». Μετά από δέκα ώρες κατάθεσης στην Aσφάλεια, η Kάτια Γιαννακοπούλου ομολόγησε ότι σκότωσε τον αρχιμανδρίτη Άνθιμο Eλευθεριάδη, τον εξομολογητή της, τον επίγειο θεό της.

«Mακάρι να μην περάσει καμιά γυναίκα αυτό που πέρασα εγώ. Nα μη βρεθεί στο σημείο να αγαπήσει όπως εγώ, τόσο απόλυτα, τόσο ολοκληρωτικά, τόσο τρελά». Με λόγο παραληρηματικό και χειμαρρώδη άρχισε να ξεδιπλώνει την ιστορία της ζωής της τα τελευταία οκτώ χρόνια. Aπό το 1989 που συνάντησε για πρώτη φορά τον αρχιμανδρίτη Άνθιμο, έως τη στιγμή που συνελήφθη ενώ περιφερόταν με ένα ποδήλατο έξω από το μοναστήρι της Παναγίας της Γοργοεπηκόου στη Mάνδρα, τρεις ημέρες μετά το έγκλημα. Αν και φορούσε ξανθιά περούκα, μια καλόγρια την αναγνώρισε. Ήταν η ίδια περούκα που της είχε αγοράσει ο 59χρονος αρχιμανδρίτης για να τον επισκέπτεται στο σπίτι του. Η Κάτια Γιαννακοπούλου συνελήφθη χωρίς να προβάλει αντίσταση. Άλλωστε η ζωή της δεν είχε πλέον κανένα νόημα…

Mια γυναίκα γύρω στα 40, ντυμένη με μαύρα δερμάτινα ρούχα, με γυαλιά ηλίου και μπερέ, που τριγυρνούσε από νωρίς κοντά στο το σπίτι του αρχιμανδρίτη, στην οδό Φιλαδελφείας 8 στη Nέα Σμύρνη, πρόλαβαν να δουν οι περίοικοι, πριν ακούσουν 7-8 πυροβολισμούς. Ο ρασοφόρος άνδρας μόλις είχε ανοίξει την πόρτα του τζιπ του, όταν έπεσε νεκρός. Ήταν 22 Ιουλίου 1997, λίγο μετά τις 10 το πρωί. Η μαρτυρία των υπαλλήλων ενός συνεργείου για ένα μπλε “Suzuki” που απομακρύνθηκε με ταχύτητα, ήταν καταλυτική. Το αυτοκίνητο ανήκε στον κουνιάδο της Κάτιας Γιαννακοπούλου και του το είχε ζητήσει «για να κάνει κάτι δουλειές». Οι αστυνομικοί ήξεραν πλέον ποιο πρόσωπο αναζητούσαν. Όμως η 42χρονη γυναίκα είχε εξαφανιστεί. Ο ιατροδικαστής που έφτασε λίγο αργότερα στο σημείο της δολοφονίας διαπίστωσε ότι είχε πυροβολήσει από πολύ μικρή απόσταση. Δύο σφαίρες από το πιστόλι διαμετρήματος 7, 65 χιλιοστών είχαν βρει τον ιερωμένο στο κεφάλι, προκαλώντας το θάνατό του.

Απελπισμένη η Κάτια Γιαννακοπούλου εγκατέλειψε το αυτοκίνητο κοντά στα νεκροταφεία Παλαιού Φαλήρου και Νέας Σμύρνης, πέταξε το όπλο και τις σφαίρες σε κάδους απορριμμάτων, φόρεσε την περούκα και πήγε με ταξί στην Ομόνοια. Αγόρασε ένα ποδήλατο και άρχισε να περιφέρεται στους δρόμους της Αθήνας σαν χαμένη. Η νύχτα την βρήκε σε μια οικοδομή στην Καλλιθέα. Η περιπλάνησή της συνεχίστηκε και την επόμενη ημέρα, ενώ ήδη ο σύζυγος και ο 18χρονος γιος της την αναζητούσαν. Διανυκτέρευσε σε ένα πάρκο στην Ελευσίνα και το πρωί ξεκίνησε για την Μάνδρα. Κοντά στο μοναστήρι την είδε μια καλόγρια. Την αναγνώρισε αμέσως και η σύλληψή της ήταν θέμα χρόνου.

«Αν ήταν δυνατόν να τον αναστήσω με πέντε φιλιά ποτισμένα από το αίμα της μετανιωμένης μου καρδιάς, θα το είχα ήδη κάνει», ήταν οι πρώτες λέξεις της απολογίας της στην Ασφάλεια. «Ο μεγαλύτερος τιμωρός, ο πιο αυστηρός εισαγγελέας είναι ο εαυτός μου. Αναρωτιέμαι μόνο ποια τιμωρία σκληρότερη μπορεί να μου επιβάλει η δικαιοσύνη από αυτήν που επέβαλα εγώ στον εαυτό μου, σκοτώνοντας με τα ίδια μου τα χέρια τον επίγειο θεό μου».

Η Κάτια Γιαννακοπούλου δεν ήταν η κλασική γυναίκα της εκκλησίας. Ήταν μια συνηθισμένη σύζυγος και μητέρα, που έμενε με την οικογένειά της στην Καλλιθέα και εργαζόταν ως πλασιέ ειδών δώρου. Όμως, όταν αποφάσισε να πάει σε εξομολογητή και γνώρισε τον αρχιμανδρίτη που γοήτευε τους συνομιλητές του και το ποίμνιο στην Παναγίτσα του Παλαιού Φαλήρου όπου ιερουργούσε, μαγεύτηκε. Δεν έκρυβε τον θαυμασμό της ούτε από τον σύζυγό της. Μια μέρα την κάλεσε στο σπίτι του και εκείνη πήγε δίχως δεύτερη σκέψη. Μίλησαν για πολλά, πνευματικά και άλλα. Όταν την φίλησε, την είχε κάνει ολοκληρωτικά δική του.

Η σχέση τους, καθαρά ερωτική πλέον, συνεχίστηκε με πάθος. Η Γιαννακοπούλου βίωνε την απόλυτη λατρεία, ζούσε γι’ αυτόν. Του εμπιστευόταν μέχρι και τα χρήματά της. Του είχε δώσει τμηματικά 27 εκατομμύρια δραχμές για την κατασκευή ενός εκκλησιαστικού έργου –της είχε πει ότι του το είχε ζητήσει η Παναγία ένα βράδυ που πήγε στον ύπνο του- αλλά και για τις προσωπικές του ανάγκες και εκείνος είχε υπογράψει μια ιδιόχειρη επιστολή, στην οποία έγραφε ότι μετά το θάνατό του επιθυμούσε να της μεταβιβάσει το διαμέρισμα στη Νέα Σμύρνη. Το πάθος της γι’ αυτόν δυνάμωνε και παρέσερνε τα πάντα. Όμως ο 59χρονος αρχιμανδρίτης άρχισε με το χρόνο να νιώθει έντονη πίεση και δεν το άντεξε. Άρχισε σιγά – σιγά να ξεκόβει. Στα τέλη του 1994 έφυγε για το Λονδίνο. Είχε μεσολαβήσει η απόλυσή του από την εκκλησία του Παλαιού Φαλήρου, για λόγους που δεν διευκρινίστηκαν ποτέ. Εκείνη πήγαινε αυθημερόν στη βρετανική πρωτεύουσα για να τον βλέπει, αφήνοντας το γιο της στην πεθερά της. Το βράδυ επέστρεφε για να μην υποψιαστεί τίποτε ο σύζυγός της.

Ο Άνθιμος δεν ήταν πλέον ο ίδιος, έδειχνε απόμακρος και αδιάφορος. Όταν ένιωσε ότι τον χάνει, άρχισε να μαγνητοφωνεί τις ερωτικές τους συνευρέσεις. Σε μία από τις τελευταίες τους συναντήσεις στο σπίτι του, άρπαξε ένα μαχαίρι και τον τραυμάτισε ελαφρά στο λαιμό. Για τον Άνθιμο Ελευθεριάδη αυτό ήταν και το τέλος. Όμως το τέλος το είχε αποφασίσει η Κάτια… Έδωσε 480.000 δραχμές για να αγοράσει το πιστόλι από έναν ομογενή στην Ομόνοια και έκανε μια απέλπιδα προσπάθεια για να του μιλήσει. Πήγε στο σπίτι του, αλλά ο άλλοτε θεός της την έδιωξε, μιλώντας της περιφρονητικά. «Δεν ντρέπεσαι; Πήγαινε στον άντρα σου και το παιδί σου», της είπε. Και εκείνη το πήρε απόφαση…

«Zει πια τη μοίρα της, τη δεινή της μοίρα μεταξύ ενός συζύγου και ενός παιδιού που πρόδωσε και ενός ανθρώπου που την κατέστρεψε, τον σκότωσε, αλλά τον αγαπά ακόμα. H Kάτια ζει ήδη την ποινή της», δήλωσε ο συνήγορός της Aλέξανδρος Kατσαντώνης, λίγο πριν η 42χρονη γυναίκα οδηγηθεί στις φυλακές.

Η δίκη της Κάτιας Γιαννακοπούλου έγινε το Νοέμβριο του 1998. Σε όλη την ακροαματική διαδικασία ο σύζυγος και ο γιος της ήταν στο πλευρό της. Ο πρότερος έντιμος βίος της και η «ανάρμοστη συμπεριφορά» του αρχιμανδρίτη Άνθιμου σταθμίστηκαν από τους ενόρκους ως ελαφρυντικά. Με τις δικές τους ψήφους απέφυγε τα ισόβια και καταδικάστηκε σε κάθειρξη 20 ετών. «Θα αισθάνομαι πάντα τύψεις», ήταν οι πρώτες λέξεις που είπε κλαίγοντας στους δημοσιογράφους. «Το μόνο που ελπίζω είναι να με καταλάβει ο Θεός. Όσο κι αν ζήσω, δεν είναι δυνατό να ξεχάσω ότι αφαίρεσα τη ζωή ενός παιδιού του Θεού. Ελπίζω να με συγχωρέσει. Δεν μπορώ όμως και να ξεχάσω τι μου πρόσφεραν ο άνδρας και το παιδί μου. Ό,τι κι αν κάνω, θα είναι ελάχιστο μπροστά σε αυτό που μου έδωσαν εκείνοι». Ο αδελφός του αρχιμανδρίτη Υψηλάντης Ελευθεριάδης δήλωσε ότι θα ζητήσει έφεση κατά της απόφασης και υπέρ του νόμου: «Οι τρεις δικαστές έκαναν στο ακέραιο το καθήκον τους. Όσο για τους ενόρκους, έχουν επηρεαστεί από τη μαζική επίθεση καναλιών και εντύπων. Από δακρύβρεχτες ιστορίες χωρίς στοιχεία. Η απόφαση στηρίχτηκε στην ψήφο των ενόρκων. Θα ζητήσουμε από τον εισαγγελέα να ασκήσει έφεση στην απόφαση».
«Δεν χρειάζεται να κοπιάσει για την έφεση», απάντησε λίγο αργότερα ο συνήγορος υπεράσπισης, Αλέξανδρος Κατσαντώνης. «Η εισαγγελία συνηθίζει να ασκεί έφεση σε αποφάσεις που έχουν ληφθεί κατά πλειοψηφία. Εδώ είχαμε μια δίκη μιας εβδομάδας και ένας εισαγγελέας που δεν ήταν παρών μπορεί να τα σβήσει όλα με μια μονοκοντυλιά».

Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έγινε το Νοέμβριο του 2001. Η Κάτια Γιαννακοπούλου καταδικάστηκε ομόφωνα σε ισόβια κάθειρξη χωρίς κανένα ελαφρυντικό. Στο σκεπτικό της απόφασης αναφερόταν, μεταξύ άλλων, ότι ως άτομο εγωιστικό, που ήθελε πάντα να γίνεται το δικό της, θεώρησε τον εαυτό της αδικημένο από τον αρχιμανδρίτη, ο οποίος την απέρριψε και αποφάσισε χωρίς αυτήν να διακόψει τη σχέση τους. Έτσι αποφάσισε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση να τον σκοτώσει.
«Πείτε στο Γιώργο, τον άντρα μου, να συνεχίσει με ή χωρίς εμένα, για χάρη του γιου μας», ψέλλισε την ώρα που αποχωρούσε από την αίθουσα του δικαστηρίου. Και συμπλήρωσε: «Άλλωστε εγώ έφταιξα και θα πληρώσω»… Η αίτηση αναίρεσης της απόφασης που άσκησε, απορρίφθηκε το 2003. Μετά από 16 χρόνια στη φυλακή, αποφυλακίστηκε τον Αύγουστο του 2013.