Ο 67χρονος πρόεδρος του Επικουρικού Κεφαλαίου Ασφαλιστικών Εταιρειών Νίκος Σωτηρόπουλος είχε αναλάβει να «καθαρίσει» την ελληνική ασφαλιστική αγορά, όμως μπήκε σε επικίνδυνα «χωράφια». Το 1997 μετά από δικούς του ελέγχους στα αποθεματικά, ανακλήθηκαν οι άδειες επτά ασφαλιστικών εταιρειών και οι πληροφορίες έλεγαν ότι θα ακολουθούσαν τουλάχιστον άλλες δέκα. Όπως φάνηκε, έθιξε τεράστια οικονομικά συμφέροντα και το πλήρωσε με τη ζωή του. Το «συμβολαίου θανάτου» που υπογράφηκε τα ξημερώματα της 8ης Μαρτίου 1998, είχε το δικό του όνομα.
Ήταν περασμένες 2, όταν ο Νίκος Σωτηρόπουλος έφτασε με την ασημί “Mercedes” του στο εξοχικό του σπίτι, στην οδό Αριστοτέλους 78 στη Σαρωνίδα, μαζί με τη σύζυγο και τη μητέρα του, μετά από μια γιορτή στο σπίτι συγγενικού τους προσώπου στη Νέα Σμύρνη. Ξαφνικά πίσω από τους θάμνους ξεπρόβαλε μια σκοτεινή φιγούρα. Τέσσερις πυροβολισμοί έσκισαν την ησυχία της νύχτας και ο 67χρονος άνδρας έπεσε αιμόφυρτος δίπλα στο αυτοκίνητό του. Η σύζυγός του, Παρασκευή, που είχε φτάσει ήδη στην είσοδο του σπιτιού, ειδοποίησε συγκλονισμένη την Αστυνομία και το 166, αλλά όταν έφτασε το ασθενοφόρο ήταν αργά.
Οι αστυνομικοί που έσπευσαν στη Σαρωνίδα μάζεψαν τέσσερις κάλυκες, που προέρχονταν από πιστόλι των 7,62 χιλιοστών, κινεζικής προέλευσης. Ένα όπλο που έχουν χρησιμοποιήσει κατά κόρον Αλβανοί και Ρώσοι κακοποιοί στη χώρα μας. Βρήκαν ακόμη μερικά αποτσίγαρα, φίλτρα πίπας και ένα άδειο πακέτο τσιγάρων, που τα μάζεψαν και τα έστειλαν στα εργαστήρια.
Ο ιατροδικαστής Χρήστος Λευκίδης που έφτασε αργότερα διαπίστωσε ότι ο δολοφόνος πυροβόλησε από απόσταση περίπου 20 μέτρων. Μια σφαίρα είχε προκαλέσει το θανατηφόρο τραύμα στο κεφάλι. «Ο δολοφόνος ή είχε υπερβολική εμπιστοσύνη στα χέρια του, ή ήθελε μόνο να εκφοβίσει και τον σκότωσε κατά λάθος», ήταν οι πρώτες σκέψεις των αστυνομικών.
Συγγενείς, φίλοι και συνάδελφοι, 24 άτομα συνολικά που έδωσαν κατάθεση στους αξιωματικούς του τμήματος ανθρωποκτονιών, μίλησαν για έναν άνθρωπο που δεν είχε προσωπικές διαφορές και ήταν ένα από τα πιο αξιόλογα στελέχη στην ασφαλιστική αγορά. Οι άμεσοι συνεργάτες του επισήμαναν ότι ο Νίκος Σωτηρόπουλος, ως πρόεδρος του Επικουρικού Κεφαλαίου, είχε εισηγηθεί για την μη βιωσιμότητα 18 ασφαλιστικών εταιρειών που δεν ήταν συνεπείς, με αποτέλεσμα να ανακληθεί η άδεια για επτά απ’ αυτές, θίγοντας έτσι τεράστια συμφέροντα και οικονομικά μεγέθη. Ωστόσο δεν ήταν σε θέση να διατυπώσουν συγκεκριμένες υπόνοιες για την ταυτότητα των δραστών.
«Του έλεγα να τα παρατήσει», κατέθεσε η σύζυγος του, Παρασκευή Σωτηροπούλου. «Ειδικά από τότε που κάποιοι έστειλαν επιστολή στο υπουργείο Ανάπτυξης, στην εισαγγελία Πρωτοδικών, στην εισαγγελία του Αρείου Πάγου και στο ΣΔΟΕ, με την οποία κατηγορούσαν τον σύζυγό μου και άλλον έναν υπάλληλο για ατασθαλίες». Οι αστυνομικοί βρήκαν αντίγραφο της επιστολής, που υπέγραφε «ένας υπάλληλος που πιθανόν να σας εξυπηρετήσει όταν έρθετε». Όλοι την χαρακτήρισαν «προβοκατόρικη», αλλά ο Νίκος Σωτηρόπουλος ήταν από τους πρώτους που ζήτησαν τον έλεγχο των καταγγελλομένων, τα οποία έπεσαν τελικώς στο κενό. Πάντως ο συντάκτης της επιστολής δεν εντοπίστηκε ποτέ, ώστε να διαπιστωθούν τα κίνητρά του.
Στην πορεία των ερευνών οι άνδρες της Ασφάλειας διαπίστωσαν ότι το Επικουρικό Κεφάλαιο είχε την προηγούμενη χρονιά μεγάλα οικονομικά προβλήματα, τα οποία αντιμετώπισε με δάνειο ύψους ενός δισεκατομμυρίου δραχμών, ενώ ετοιμαζόταν να πάρει και νέο, ίσως μεγαλύτερο. Όταν, τέσσερις μήνες πριν από τη δολοφονία, αποφασίστηκε το κλείσιμο των επτά εταιρειών, ο Σωτηρόπουλος είχε δηλώσει ότι το Επικουρικό θα στραφεί, για πρώτη φορά, εναντίον και των ασφαλιστικών πρακτόρων που συνεργάζονταν με τις συγκεκριμένες εταιρείες, διεκδικώντας αποζημιώσεις μέχρι 450.000 δραχμές για κάθε ζημιά. Μάλιστα το υπουργείο Ανάπτυξης είχε διαβιβάσει στον εισαγγελέα τους φακέλους των εταιρειών. Όμως η έρευνα δεν προχώρησε. Οι αστυνομικοί εξέτασαν και το ενδεχόμενο να σχετιζόταν με τη δολοφονία ένα κύκλωμα 10-15 δικηγόρων, οι οποίοι λυμαίνονταν το Επικουρικό Ταμείο μαζί με ιδιοκτήτες συνεργείων και πραγματογνώμονες, εξασφαλίζοντας τεράστιες αποζημιώσεις για στημένα τροχαία ατυχήματα, αλλά ούτε και σε αυτό το ερώτημα δόθηκε απάντηση. Η πιθανότητα να βρίσκονταν πίσω από τη δολοφονία πληρωμένοι «νονοί» της νύχτας με επιρροή στην παραλιακή ζώνη ήταν έτσι κι αλλιώς δύσκολο να αποδειχθεί.
Η πολύμηνη έρευνα του τμήματος ανθρωποκτονιών, με επικεφαλής τον Βασίλη Τσιατούρα, δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Η μαρτυρία ενός σεκιουριτά για δύο άτομα που απομακρύνθηκαν με ταχύτητα από την περιοχή του εγκλήματος δεν πρόσφερε κάτι ουσιαστικό στις έρευνες, ούτε και τα ευρήματα δίπλα στο χωματόδρομο όπου στεκόταν ο δολοφόνος του Νίκου Σωτηρόπουλου. Όλα όσα αναφέρονταν στο διαβιβαστικό έγγραφο, το οποίο συντάχθηκε 18 μήνες αργότερα, ήταν ήδη γνωστά. Κανείς δεν μπόρεσε να δώσει ουσιαστικές πληροφορίες, ούτε και η επικήρυξη του δολοφόνου με 50 εκατομμύρια δραχμές από την Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών στάθηκε ικανή να ανοίξει τα στόματα. Οι έρευνες έφταναν πάντα σε αδιέξοδο…