1998: Στη φυλακή για δύο δολοφονίες

«Ο μπαμπάς και η μαμά μάλωναν. Την τράβηξε από τα μαλλιά και εκείνη άρχισε να κλαίει και να φωνάζει. Μετά την έβαλε στο κρεβάτι, της έβαλε στο πρόσωπο δύο μαξιλάρια και η μαμά κοιμήθηκε». Μόλις στα τρία της χρόνια η Βασούλα έγινε μάρτυρας της δολοφονίας της μητέρας της, μέσα στο σπίτι τους στην Πολίχνη Θεσσαλονίκης. Περιέγραψε τη σκηνή όπως αποτυπώθηκε στο αθώο της μυαλό, «οδηγώντας» στη λύση του μυστηρίου της εξαφάνισης της 27χρονης Τάνιας Χαριτοπούλου.

Ο κατά 15 χρόνια μεγαλύτερος σύντροφός της, Σπύρος Καββαδίας, παρά την καταδίκη του, δεν αποκάλυψε ποτέ την τύχη της, υποστηρίζοντας ότι έφυγε από το σπίτι με την θέλησή της και ότι είναι ακόμη ζωντανή. «Και 200 χρόνια να την ψάχνουν, δεν πρόκειται να την βρουν», ήταν η φράση – «κλειδί» που είπε στην αδελφή του, Κωνσταντίνα. Στην κατάθεση της γυναίκας στηρίχτηκε και το βασικότερο σκέλος του κατηγορητηρίου. Η ίδια, πάντως, διευκρίνισε στη συνέχεια ότι ο αδελφός της ήταν εκνευρισμένος και εννοούσε ότι η σύντροφός του έφυγε και δεν θα ξαναγύριζε.

Ο Σπύρος Καββαδίας οδηγήθηκε στη φυλακή στις 22 Σεπτεμβρίου 1998, παρά το γεγονός ότι το πτώμα της Τάνιας Χαριτοπούλου δεν βρέθηκε ποτέ. Ένα μήνα νωρίτερα ο αδελφός της είχε δηλώσει την εξαφάνισή της στην Αστυνομία και περίμενε με αγωνία την εξέλιξη της έρευνας. Κατά τη διάρκεια της προανάκρισης ο Καββαδίας έπεσε σε πολλές αντιφάσεις, είπαν οι αξιωματικοί που ανέλαβαν την υπόθεση, ενώ δεν έδειξε και ιδιαίτερα ανήσυχος για την τύχη της. Μάλιστα, λίγες ημέρες μετά την εξαφάνισή της, ζήτησε από την αδελφή του να φιλοξενήσει την Βασούλα στο σπίτι της στην Κατερίνη.

Γείτονες του ζευγαριού στην Πολίχνη κατέθεσαν ότι το μοιραίο βράδυ άκουσαν τις φωνές της 27χρονης γυναίκας και την επόμενη ημέρα είδαν τον Καββαδία να φεύγει κουβαλώντας στο αυτοκίνητο του μεγάλες σακούλες. «Τσακωθήκαμε και άρχισε να μαζεύει τα πράγματά της από το σπίτι, για να φύγει με κάποιον άνδρα που γνώρισε», επέμενε ο ίδιος. Τα ίδια υποστήριξε και στην απολογία του στον 6ο ανακριτή Θεσσαλονίκης.

Όπως αποκαλύφθηκε, το Νοέμβριο του 1992 είχε σκοτώσει και την Ελβετίδα φίλη του, με την οποία συζούσε όταν ήταν μετανάστης στη Βασιλεία. Για χάρη της είχε χωρίσει από την πρώην σύζυγό του, με την οποία είχαν αποκτήσει δύο παιδιά. Τα καλοκαίρια κατέβαιναν στην Ελλάδα, όπου η 26χρονη Νικόλ Κίρχνερ εργαζόταν στην ταβέρνα του στην Κέρκυρα. Όταν η κοπέλα έμεινε έγκυος, ο Καββαδίας άρχισε να γίνεται βίαιος, ζητώντας της, με απειλές κατά της ζωής της, να μην «ρίξει» το παιδί.

Εκείνη επέστρεψε στην Ελβετία και αναζήτησε καταφύγιο σε κέντρο φιλοξενίας κακοποιημένων γυναικών. Αργότερα νοίκιασε σπίτι και πίστευε ότι είχε χάσει τα ίχνη της. Όμως ο Καββαδίας την εντόπισε, της έστησε καρτέρι και την πυροβόλησε εξ επαφής. Ο ίδιος είχε τη δική του εκδοχή και γι’ αυτό το έγκλημα: «Όταν την σκότωσαν, εγώ ήμουν φιλοξενούμενος σε μια θεία μου στην Αθήνα». Σε έρευνα που έγινε στο σπίτι του βρέθηκαν μια κυνηγετική καραμπίνα, μια κλεμμένη αστυνομική ταυτότητα και ένα πλαστό δίπλωμα οδήγησης, τα οποία, όπως ομολόγησε ο ίδιος, χρησιμοποιούσε για να αποφεύγει όλα αυτά τα χρόνια την Ιντερπόλ, που τον αναζητούσε για τη δολοφονία της Ελβετίδας. Εκτός από τις δύο υποθέσεις ανθρωποκτονίας, διωκόταν και με οκτώ εκκρεμείς καταδικαστικές αποφάσεις για παραβάσεις του αγορανομικού κώδικα, του υγειονομικού κανονισμού και άλλες.

Ο 42χρονος άνδρας προφυλακίστηκε και πρώτα, τον Ιούνιο του 1999, κλήθηκε να λογοδοτήσει για τη δολοφονία στην Ελβετία. «Το άλλοθι του κατηγορουμένου υποτιμά και προσβάλλει τον κοινό νου», τόνισε η εισαγγελέας της έδρας, η οποία αναζήτησε τα κίνητρά του στον πληγωμένο εγωισμό του, που «μετατράπηκε σε απεχθή εγκληματία όταν κατάλαβε ότι θα έχανε για πάντα από κοντά του την 26χρονη Ελβετίδα φίλη του». Ο ίδιος μίλησε στην απολογία του για εμπόρους ναρκωτικών, που πυροβόλησαν και σκότωσαν τη νεαρή σύντροφό του, «εκτελώντας» την για δεύτερη φορά, αλλά δεν έπεισε. Το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο για ανθρωποκτονία από πρόθεση, χωρίς να του αναγνωρίσει κανένα ελαφρυντικό και του επέβαλε την ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Στο άκουσμα της ποινής ο Σπύρος Καββαδίας έδειχνε το ίδιο ψύχραιμος, όπως και την πρώτη ημέρα της δίκης. Σαν να μην ήταν αυτός ο ένοχος. Η αδερφή του δεν άντεξε και ξέσπασε σε λυγμούς μέσα στη δικαστική αίθουσα…

Η δίκη του για τη δολοφονία της Τάνιας Χαριτοπούλου άρχισε το Μάρτιο του 2000 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Έδεσσας. Ήταν «εκρηκτική», σημαδεύτηκε από πολλές αντεγκλήσεις, ενστάσεις και διακοπές και το τέλος της βρήκε τον κατηγορούμενο αθώο, χάρη στις ψήφους των τεσσάρων ενόρκων, που δεν πείστηκαν για την ενοχή του. Ωστόσο ο εισαγγελέας εφετών Θεσσαλονίκης Ευάγγελος Κατσής άσκησε έφεση κατά της απόφασης, με το σκεπτικό ότι κατά την ακροαματική διαδικασία λανθασμένα οι ένορκοι τον έκριναν αθώο, σε αντίθεση με τους τακτικούς δικαστές, που ψήφισαν την ενοχή του χωρίς ελαφρυντικά και τον εισαγγελέα της έδρας, Βασίλη Χαλτούπη, ο οποίος έκανε λόγο για έναν «καθ’ έξιν φονιά».

Έτσι η υπόθεση εκδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό το Νοέμβριο του 2002 στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, όπου και πάλι ο Σπύρος Καββαδίας απειλήθηκε με λιντσάρισμα από την οικογένεια της Τάνιας. Αυτή τη φορά η ετυμηγορία ήταν εντελώς διαφορετική. Το δικαστήριο τον έκρινε ομόφωνα ένοχο και τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη.

Τον Σεπτέμβριο του 2014 ο ισοβίτης δεν επέστρεψε στις φυλακές Χανίων μετά από πενθήμερη άδεια. Η Ασφάλεια είχε πληροφορίες ότι αρχικά πήγε στο χωριό του στην Κέρκυρα, μετά στη Θεσσαλονίκη και κατέληξε στην Αθήνα, σε ένα διαμέρισμα στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα. Μάλιστα πήγε σε Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών για να πάρει πιστοποιητικό γεννήσεως, δίνοντας τα πραγματικά στοιχεία του και τον αριθμό του κινητού του τηλεφώνου! Ο εντοπισμός και η σύλληψή του ήταν θέμα χρόνου.