«Θα σου πιω το αίμα», φώναξε η Ελένη Ελευθεριάδη με όση δύναμη της είχε απομείνει και όρμησε να λιντσάρει τον άνθρωπο που καθόταν στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Η αγάπη της γι’ αυτόν είχε μετατραπεί σε μίσος. Τον είχε παντρευτεί επτά χρόνια πριν, κρυφά από τους γονείς της και αυτός τους σκότωσε επειδή πίστευε ότι ήταν υπαίτιοι για τον χωρισμό τους και εμπόδιο στις προσπάθειές του για επανασύνδεση.
Ο Νίκος και η Ελένη από την Κύμη Ευβοίας αγαπήθηκαν και κλέφτηκαν επειδή οι γονείς της αντιδρούσαν σ’ αυτή τη σχέση. Ειδικά η μητέρα της είχε εκφράσει από την πρώτη στιγμή τις αντιρρήσεις της, αφού και οι δύο ήταν πολύ μικροί και ανώριμοι. Ωστόσο παντρεύτηκαν κρυφά και γρήγορα ήρθε ο γιος τους να συμπληρώσει την ευτυχία τους.
Τέσσερα χρόνια αργότερα άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα «σύννεφα» και οι ευχάριστες στιγμές αποτελούσαν πλέον παρελθόν. Η Ελένη του ζήτησε να χωρίσουν κι έτσι έγινε. Όμως ο 28χρονος Νίκος Σάγος δεν είχε αποδεχθεί το τέλος αυτής της σχέσης. Προσπαθούσε να την πείσει να τα ξαναβρούν, σίγουρος ότι είχε επηρεαστεί από τους γονείς της, τους οποίους είχε επανειλημμένως απειλήσει.
Το βράδυ της 27ης Μαρτίου 2000 ο Νίκος έπινε από νωρίς ούζο στο καφενείο, συζητώντας με φίλους του για το διαζύγιο που είχε εκδοθεί λίγους μήνες πριν και «σφράγισε» τον χωρισμό του με την Ελένη. Όσο έπινε, τόσο θύμωνε. Είχε πιει τουλάχιστον 7-8 ποτήρια, όταν ξαφνικά σηκώθηκε χωρίς να πει κουβέντα και πήγε στο πατρικό του.
Πήρε την καραμπίνα του πατέρα του και ξεκίνησε για το σπίτι των πεθερικών του. Φτάνοντας εκεί βρήκε τον 64χρονο Δημήτρη Ελευθεριάδη και την συνομήλικη σύζυγό του Ζαχαρούλα να κάθονται στην αυλή τους. Έστρεψε πάνω τους το όπλο, τους πυροβόλησε σχεδόν εξ επαφής και τους σκότωσε.
«Την ώρα που έπαιζα με το παιδί μου άκουσα τρεις πυροβολισμούς», θα πει αργότερα η πρώην σύζυγός του, Ελένη Ελευθεριάδη. «Έτρεξα στις σκάλες και είδα τους γονείς μου μέσα στα αίματα και το Νίκο να φεύγει με την καραμπίνα στα χέρια. Ο γιος μου έπαθε σοκ».
Ο 28χρονος συνελήφθη λίγο αργότερα από τους αστυνομικούς. «Τους καθάρισα και τους δύο, τους τίναξα τα μυαλά στον αέρα. Μου έφαγαν την ψυχή!», είπε, την ώρα που του περνούσαν χειροπέδες. Όταν η επήρεια του αλκοόλ στο αίμα του άρχισε να περνάει, υποστήριξε ότι δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει τα πεθερικά του, αποδίδοντας το φονικό στα σοβαρά ψυχολογικά του προβλήματα και στο ποτό που είχε καταναλώσει. Οδηγήθηκε στον εισαγγελέα και μετά την απολογία του προφυλακίστηκε.
Η Ελένη Ελευθεριάδη μεγάλωνε μόνη της το γιο τους, που ήταν πλέον επτά χρόνων, όταν τον είδε ξανά, αυτή τη φορά στο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών, τον Ιούνιο του 2001. Η απάθειά του της ανέβασε το αίμα στο κεφάλι και με δυσκολία την συγκράτησαν οι αστυνομικοί που βρίσκονταν στην αίθουσα, όταν όρμησε πάνω του.
«Πιστεύω ότι είχε προσχεδιάσει την πράξη του, γιατί ένιωθε εχθρούς τους γονείς μου, επειδή δεν ήθελαν να παντρευτούμε», είπε στην κατάθεσή της. «Μεγαλύτερο θύμα, όμως, είναι ο γιος μου, που έγιναν όλα μπροστά στα μάτια του. Το παιδί έπαθε σοκ και από τότε το παρακολουθεί ψυχολόγος…».
Ο Νίκος Σάγος υποστήριξε στην απολογία του ότι δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει τον Δημήτρη και τη Ζαχαρούλα Ελευθεριάδη, αποδίδοντας την εγκληματική του πράξη στην κακιά στιγμή, ενώ οι συνήγοροί του προσπάθησαν να πείσουν τους δικαστές ότι ο δράστης ήταν άτομο μειωμένου καταλογισμού. Ωστόσο, η πλειοψηφία των μελών του δικαστηρίου, τρεις τακτικοί δικαστές και ένας ένορκος, αποφάσισαν ότι ο άνθρωπος που είχαν απέναντί τους έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος και για τις δύο ανθρωποκτονίες, χωρίς να του αναγνωρίσουν κανένα ελαφρυντικό.
Η τελική κρίση του δικαστηρίου, που τον καταδίκασε δύο φορές σε ισόβια κάθειρξη, προκάλεσε, όπως συνήθως συμβαίνει, αντιφατικά συναισθήματα στις αντίδικες πλευρές. Η πρώην σύζυγος του δράστη δήλωσε ικανοποιημένη από την ετυμηγορία του δικαστηρίου, ενώ ο πατέρας του κατηγορουμένου είχε μέχρι την τελευταία στιγμή την ελπίδα ότι το δικαστήριο θα έδινε στο παιδί του μία ακόμη ευκαιρία. Ο Νικος Σάγος άκουσε ψύχραιμος την καταδίκη του, λίγο πριν οδηγηθεί και πάλι πίσω στις φυλακές του Κορυδαλλού. Η ποινή του επικυρώθηκε και σε δεύτερο βαθμό, και μάλιστα ομόφωνα, το Νοέμβριο του 2002.