Όταν τον Δεκέμβριο του 1993, μία ημέρα μετά τα 44α γενέθλιά του, ο κολομβιανός βασιλιάς της κοκαΐνης Πάμπλο Εσκομπάρ έπεφτε νεκρός με καταιγισμό αστυνομικών πυρών σε μια λαϊκή συνοικία του Μεντεγίν, τα δρομολόγια διακίνησης του «ναρκωτικού των πλουσίων» προς τον υπόλοιπο κόσμο άλλαζαν. Έως τότε η μεταφορά από τους «βαρόνους» γινόταν με μικρά αεροπλάνα, τα οποία πετούσαν την κοκαΐνη με μικρά αλεξίπτωτα σε προκαθορισμένα σημεία, στον κόλπο του Μεξικού και στην Καραϊβική, μέσα σε αεροστεγή σιδερένια κιβώτια. Όμως, με τις θαλάσσιες διόδους κλειστές, χάρη στις πυκνές περιπολίες των πολιτειακών αρχών, μικρές ποσότητες μπορούσαν πλέον να διοχετευθούν στις Ηνωμένες Πολιτείες και ακόμη μικρότερες προς την Ευρώπη. Και τότε οι Έλληνες πλοιοκτήτες άρπαξαν την ευκαιρία, συμμετέχοντας στο άνοιγμα των νέων «δρόμων»!
Το καλοκαίρι του 2000 εκτυλίχτηκε σαν σε κινηματογραφική ταινία στο Δέλτα του ποταμού Ορινόκου στη Λατινική Αμερική η κατάσχεση σχεδόν οκτώ τόνων κοκαΐνης, που προορίζονταν για την Eυρώπη. Oι αξιωματικοί της δίωξης ναρκωτικών της Ασφάλειας Αττικής δούλευαν επί επτά μήνες την υπόθεση με τον κωδικό “Link”. Την χαρακτήρισαν «καρμπόν» της επιχείρησης “Odessa”, που είχε πραγματοποιηθεί ενάμισι χρόνο πριν στην Κολομβία και είχε οδηγήσει σε Έλληνα πλοιοκτήτη και στην κατάσχεση σχεδόν τεσσάρων τόνων κοκαΐνης.
Η εξιχνίαση της υπόθεσης επιβεβαίωνε ότι τεράστιες ποσότητες ναρκωτικών περνούσαν με ελληνικών συμφερόντων πλοία στη μεγάλη αγορά της δυτικής Ευρώπης. Οι ντόπιοι επιχειρηματίες είχαν δώσει και πάλι τα «διαπιστευτήριά» τους στους βαρόνους της κοκαΐνης.
Η αρχική πληροφορία που έφτασε στα γραφεία της Ασφάλειας στις αρχές του χρόνου έλεγε ότι το φορτηγό πλοίο «Ακτίς» επισκευαζόταν στον Πειραιά, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί από διεθνή σπείρα, για μεταφορά μεγάλης ποσότητας κοκαΐνης από τη Νότια Αμερική στην Ευρώπη. Διαχειρίστρια του πλοίου ήταν η εταιρεία “Callisti Maritime” του εφοπλιστή Hλία Λαιμού, με έδρα τον Πειραιά. Σύμφωνα με την ίδια πληροφορία, το πλοίο αγοράστηκε αντί 1,2 εκατομμυρίων δολαρίων, που πλήρωσαν οι Κολομβιανοί έμποροι ναρκωτικών Λουίς Ναβία και Iβάν Nτε Λα Bέγκα.
Το Μάρτιο του 2000 αξιωματικοί του Λιμενικού ανέβηκαν στο «Ακτίς» για να κάνουν «έλεγχο ρουτίνας στα ναυτικά φυλλάδια του πληρώματος και στα πιστοποιητικά ναυσιπλοΐας». Στην πραγματικότητα ήθελαν να τοποθετήσουν κρυφά έναν ειδικό πομπό, με τη βοήθεια του οποίου θα παρακολουθούσαν κάθε κίνηση του πλοίου μέσω δορυφόρου!
Τον Aπρίλιο το «Aκτίς» μετονομάστηκε σε “Suerte I” και με Ουκρανούς ναύτες άρχισε να εκτελεί «καθαρά» δρομολόγια στη Mεσόγειο και την Αφρική, μεταφέροντας σιδηρομετάλλευμα. Αστυνομία και Λιμενικό το παρακολουθούσαν επί τρεις μήνες. Όμως δεν προέκυψε τίποτα ύποπτο. Τα νεύρα και η υπομονή δοκιμάζονταν μπροστά στο ενδεχόμενο ενός φιάσκου. Τον Aύγουστο έφτασε στο πλοίο η εντολή που έλεγε ξεκάθαρα: «Αλλάξτε πορεία και κατευθυνθείτε προς τη Βενεζουέλα. Στο Πουέρτο Ορντάζ θα φορτώσετε 15 τόνους σιδηρομετάλλευμα και θα το μεταφέρετε στο Σανταντέρ της Ισπανίας». Όμως οι μυστικές υπηρεσίες των Hνωμένων Πολιτειών και της Βρετανίας ήταν έτοιμες. Εντόπισαν το πλοίο στην περιοχή του ποταμού Ορινόκου, όπου έγινε αλλαγή του πληρώματος και επιχειρήθηκε η φόρτωση της κοκαΐνης σε ένα ταχύπλοο.
Σκάφος των αρχών της Bενεζουέλας το κατεδίωξε αλλά δεν κατάφερε να το ακινητοποιήσει. Δύο ημέρες αργότερα συνελήφθησαν στην πρωτεύουσα Kαράκας οι δύο Κολομβιανοί μεγαλέμποροι και στις 18 Αυγούστου 2000 βρέθηκαν σχεδόν τέσσερις τόνοι κοκαΐνης που το ταχύπλοο είχε «ξεφορτωθεί» σε μια νησίδα μέσα στο ποτάμι. Ανάλογη ποσότητα ήταν έτοιμη να φορτωθεί στο “Suerte I”. Tο πλοίο οδηγήθηκε στο Χιούστον του Tέξας για την τελική έρευνα. Την ίδια ώρα στην Αθήνα συλλαμβάνονταν έξι Έλληνες, συνεργάτες του Ηλία Λαιμού και την επόμενη ημέρα στο Παρίσι ο ίδιος ο 53χρονος πλοιοκτήτης. Οι υπουργοί Δημόσιας Tάξης Mιχάλης Xρυσοχοΐδης και Eμπορικής Nαυτιλίας Xρήστος Παπουτσής εξέφρασαν την ευαρέσκειά τους προς τις ελληνικές αρχές για το μεγάλο χτύπημα στα λατινοαμερικανικά καρτέλ της κοκαΐνης.
Εκτός του Ηλία Λαιμού κατηγορήθηκαν ο Άγγελος Κανάκης επίσης 52 χρόνων, στέλεχος της “Callisti Maritime”, ο 42χρονος συνιδιοκτήτης του “Suerte I” Φίλιππος Μακρής, o αρχιπλοίαρχος της εταιρείας και δύο ναυλομεσίτες. Όλοι αρνήθηκαν τις κατηγορίες και τόνισαν ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε, προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον τους, ήταν παράτυπη. Όπως είπαν, ενώ αρχικά είχαν κληθεί ως μάρτυρες από τις αρχές, στη συνέχεια μετατράπηκαν σε κατηγορούμενους. Ζήτησαν να μη ληφθούν υπόψη οι προανακριτικές τους καταθέσεις και δήλωσαν άγνοια. «Δεν είναι δυνατόν να στοιχειοθετηθεί ότι τα ναρκωτικά που βρέθηκαν στον ποταμό προορίζονταν για το “Suerte I”, υποστήριξε ο Φίλιππος Μακρής. «Γιατί δεν περίμεναν οι αρχές της Βενεζουέλας να πραγματοποιηθεί η φόρτωση και μετά να προβούν σε συλλήψεις;».
Ωστόσο όλοι κρίθηκαν προφυλακιστέοι μετά τις απολογίες τους. Ο Ηλίας Λαιμός εκδόθηκε στην Ελλάδα ένα χρόνο αργότερα. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών «έσπασε» την ισόβια κάθειρξη του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και τον καταδίκασε σε κάθειρξη 18 ετών και χρηματικό πρόστιμο 250.000 ευρώ, για άμεση συνέργεια στην οργάνωση και φυσική αυτουργία στην εποπτεία της διακίνησης της κοκαΐνης από τη Βενεζουέλα στην Ισπανία. Μακρής και Κανάκης καταδικάστηκαν για απλή συνέργεια σε κάθειρξη 7 ετών και χρηματικό πρόστιμο 50.000 ευρώ. Οι υπόλοιποι αντιμετώπισαν μικρότερες ποινές φυλάκισης ή αθωώθηκαν. Τον Ιούνιο του 2011 ο Άρειος Πάγος επικύρωσε την απόφαση του εφετείου για τον Ηλία Λαιμό και τον Φίλιππο Μακρή, απορρίπτοντας την αίτηση αναίρεσης που είχαν καταθέσει, καθώς έκρινε ότι το δικαστήριο «είχε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όπως επιβάλλει το Σύνταγμα».