2001: Σκότωσε τη γυναίκα του για να την λυτρώσει

Ήταν ο ένας πλάι στον άλλο στο «ταξίδι» της ζωής για 50 χρόνια. Όλοι μιλούσαν για το ιδανικό ζευγάρι, που αγαπήθηκε όσο λίγα. Όμως, ο ουρανός συννέφιασε όταν διαγνώστηκαν και οι δύο με καρκίνο, πρώτα η Βασιλική και μετά ο Κώστας. Όταν η αρρώστια την χτύπησε στα κόκαλα, οι πόνοι έγιναν αφόρητοι, δεν μπορούσε καν να αυτοεξυπηρετηθεί. Για εκείνον η ζωή δεν είχε νόημα πλέον…

Το σπιτικό τους στο Παγκράτι, που έστησαν με τόση ευτυχία, είχε μετατραπεί σε ένα σκοτεινό και μίζερο διαμέρισμα. Ο κόσμος του είχε πλέον γκρεμιστεί, την άκουγε να υποφέρει και δεν μπορούσε να την βοηθήσει. Τα βογκητά της ηχούσαν σαν τρυπάνια που διαπερνούσαν το κεφάλι του. Δεν άντεχε να του την παίρνει ο θάνατος, αργά και βασανιστικά, μέρα με τη μέρα. Ο ίδιος έπασχε από λευχαιμία, ενώ οι γιατροί είχαν εντοπίσει και έναν μικρό όγκο στο συκώτι, αλλά ένιωθε ότι εκείνη θα «έφευγε» πρώτη. Δύο ταλαίπωρες υπάρξεις, που περίμεναν τι άραγε; Και τότε πήρε τη μεγάλη απόφαση.

Έπρεπε να την λυτρώσει και να λυτρωθεί. Δεν ήθελε να την αφήσει μόνη στο τελευταίο της ταξίδι. Ποτέ δεν το έκανε μισό αιώνα που ήταν μαζί. Την έπιασε σφιχτά από το λαιμό, την έσυρε στο πάτωμα, άνοιξε τη φιάλη υγραερίου, πέταξε τα πόμολα από τις πόρτες για να μην μπορεί κανείς να μπει στο διαμέρισμα, ήπιε χάπια και αλκοόλ, την φίλησε και ξάπλωσε δίπλα της, περιμένοντας το τέλος… Ήταν 14 Μαρτίου 2001.

«Έχετε αγαπήσει τόσο απόλυτα όσο αυτός ο άνθρωπος την αδελφή μου; Ήταν μια ιδανική αγάπη, ένα ιδανικό και ευτυχισμένο ζευγάρι». Αυτά ήταν τα λόγια της αδελφής της Βασιλικής Καψάλη, η οποία έσπευσε στο ανακριτικό γραφείο για να συμπαρασταθεί στον άνθρωπο που σκότωσε την αδελφή της. Ο 69χρονος άνδρας είχε σωθεί την τελευταία στιγμή. Όταν ξάπλωσε δίπλα της αναμένοντας το μοιραίο, εκείνη ήταν ήδη νεκρή, όπως διαπίστωσε ο ιατροδικαστής. Ο ίδιος επέζησε χάρη στον αδελφό του Άγγελο, που τους βρήκε αναίσθητους στο διαμέρισμα του τετάρτου ορόφου στην οδό Χρεμωνίδου 18 και τους μετέφερε στο νοσοκομείο. Για την αγαπημένη του γυναίκα, όμως, ήταν αργά.

Η κόρη του Τατιάνα δεν έφυγε στιγμή από κοντά του τις ημέρες της νοσηλείας του. Όπως έκανε όλα τα τελευταία χρόνια, που η αρρώστια τους έτρωγε τα σωθικά. Σ’ αυτήν απευθυνόταν το σημείωμα που είχε αφήσει δίπλα του ο 69χρονος άνδρας: «Το έκανα γιατί βασανιζόταν η ίδια, βασάνιζε εμένα, βασάνιζε κι εσάς. Γι’ αυτό αποφάσισα να δώσω ένα τέλος στην ταλαιπωρία αυτή. Ζητώ συγνώμη απ’ όλους σας».

Όταν συνήλθε, ο Κωνσταντίνος Καψάλης οδηγήθηκε στον ανακριτή. Ήταν ένας ζωντανός νεκρός και απολογήθηκε μέσω υπομνήματος. «Θόλωσε το μυαλό μου, με έπιασε πανικός και ο οίκτος να την ακούω να υποφέρει, με πλημμύρισε», ανέφερε μεταξύ άλλων. «Τότε σχηματίστηκε στο μυαλό μου η ιδέα να φύγουμε μαζί από τη ζωή για να υποφέρουμε λιγότερο. Δυστυχώς, εγώ δεν πέθανα»… Η δικαιοσύνη του έδειξε το ανθρώπινο πρόσωπό της και δεν τον έκρινε προφυλακιστέο. Τον άφησε ελεύθερο με εγγύηση ενός εκατομμυρίου δραχμών και περιοριστικούς όρους. Μόλις συνειδητοποίησε ότι το επόμενο βήμα δεν θα ήταν η φυλακή, αλλά η επιστροφή στην αγκαλιά των αγαπημένων του προσώπων, που τόσο πίκρανε με την πράξη του, δεν άντεξε και ξέσπασε σε λυγμούς. «Ευχαριστώ την ελληνική Δικαιοσύνη», ψέλλισε μόνο.

Το βούλευμα που εκδόθηκε λίγες ημέρες αργότερα απάλειψε και τους περιοριστικούς όρους. «Ανθρωποκτονία από πρόθεση εν βρασμώ ψυχικής ορμής», ήταν η κατηγορία που αντιμετώπιζε ο 69χρονος άνδρας, βάσει της οποίας παραπεμπόταν να δικαστεί από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο. Ωστόσο ο εισαγγελέας Μιχάλης Δεληγιάννης δεν μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος.

Στην πρότασή του έγραφε μεταξύ άλλων: «Οι πόνοι της Βασιλικής ήταν φρικτοί, ο δε κατηγορούμενος, με συμπτώματα κατάθλιψης, αναγκάστηκε να υποβληθεί σε θεραπεία με ηρεμιστικά χάπια, βλέποντας την σύζυγό του που υπεραγαπούσε να βρίσκεται κατάκοιτη και να σβήνει μέσω φρικτών πόνων. Εν τω μεταξύ επιδεινώνεται και το δικό του πρόβλημα υγείας. Συνεχώς σκέπτεται ότι τόσο ο ίδιος όσο και η σύζυγός του έχουν περιορισμένο χρόνο ζωής, ο οποίος θα είναι και πάλι γεμάτος φρικτούς πόνους για αμφοτέρους. Τον καταλαμβάνει πανικός, όχι τόσο για το επερχόμενο μοιραίο, αλλά για τις φρικτές συνθήκες διαβίωσης μέχρι την κατάληξη και τα προβλήματα που θα δημιουργούσαν έτσι στην κόρη τους. Αποφασίζει σε βρασμό ψυχικής ορμής να απαλλάξει τόσο την θανούσα όσο και τον ίδιο από την τραγική κατάσταση στην οποία η μοίρα τους έφερε».

Ήταν η πρώτη φορά που αναφερόταν σαφώς σε δικαστικό έγγραφο το ακανθώδες ζήτημα της ευθανασίας. Η δικαιοσύνη αντιμετώπισε τον 69χρονο κατηγορούμενο με ευαισθησία. Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Θηβών, όπου έγινε η δίκη του ένα χρόνο αργότερα, τον καταδίκασε σε φυλάκιση 2,5 ετών με τριετή αναστολή και του επέτρεψε να επιστρέψει στην αγκαλιά της κόρης του…