2001: Tο φιάσκο του Νέου Κόσμου και ο Κώστας Πάσσαρης

Η σύλληψή του Κώστα Πάσσαρη ήταν θέμα τιμής και έμμονη ιδέα για τους αστυνομικούς, καθώς είχε σκοτώσει εν ψυχρώ δύο συναδέλφους τους, δραπετεύοντας από το νοσοκομείο «Γεώργιος Γεννηματάς». Επί έξι μήνες τον έψαχναν σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Η αναπόφευκτη «συνάντησή» του με τους διώκτες του έμελλε να γίνει στον Νέο Κόσμο και να οδηγήσει σε ένα μεγαλοπρεπές φιάσκο. Περισσότεροι από 50 επίλεκτοι και σκοπευτές της ΕΚΑΜ είχαν δημιουργήσει έναν ασφυκτικό κλοιό, αλλά ο καταζητούμενος κακοποιός κατάφερε να αποδράσει για δεύτερη φορά, αφήνοντας εκτεθειμένη την Αστυνομία.

Όσοι άκουσαν το βράδυ της 31ης Ιουλίου 2001 τους τρεις πυροβολισμούς που προέρχονταν από την πολυκατοικία της οδού Ιππάρχου 52-54, πίστεψαν ότι η επιχείρηση είχε τελειώσει. Ήταν σίγουροι ότι οι επτά πάνοπλοι ΕΚΑΜίτες που βρίσκονταν στο διαμέρισμα του δεύτερου ορόφου είχαν τον πλήρη έλεγχο και ότι ο 26χρονος κακοποιός είχε πέσει στην παγίδα τους. Όμως διαψεύσθηκαν. Ο Κώστας Πάσσαρης, ελαφρά τραυματισμένος από μια σφαίρα στο χέρι, κατάφερε να ξεγλιστρήσει, φορώντας γυαλιά μυωπίας και περούκα, περνώντας κυριολεκτικά δίπλα από τους αστυνομικούς που είχαν ζώσει το τετράγωνο!

Οι άνδρες της ΕΚΑΜ είχαν το «πάνω χέρι» όταν λίγες ώρες νωρίτερα μπήκαν στο διαμέρισμα του 27χρονου Δημήτρη Πολυδωρόπουλου, όπου ο Πάσσαρης είχε βρει καταφύγιο, μετά τη δολοφονία των δύο αστυνομικών στο νοσοκομείο «Γεώργιος Γεννηματάς». Ήξεραν ποιον θα αντιμετώπιζαν. Είχαν όλο το χρόνο να σχεδιάσουν την επιχείρηση, αλλά και το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Όμως ο επικεφαλής της δύναμης έκανε το μοιραίο λάθος να φωνάξει «Ακίνητος, Αστυνομία!», μόλις άκουσε το κλειδί στην πόρτα, πριν μπει στο διαμέρισμα ο καταζητούμενος, με αποτέλεσμα να εκμεταλλευτεί τα κρίσιμα δευτερόλεπτα και να διαφύγει κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Οι αστυνομικοί πυροβόλησαν τρεις φορές, αλλά ήταν αργά. Το «πουλάκι» πέταξε ξανά και δεν έπεσε στη «φάκα» ούτε βγαίνοντας από την πολυκατοικία, παρά το γεγονός ότι σε ακτίνα τουλάχιστον 300 μέτρων είχαν ακροβολιστεί άλλοι 35 αστυνομικοί, μια εφεδρική ομάδα της ΕΚΑΜ και άνδρες της Ασφάλειας για να επέμβουν όταν θα χρειαζόταν. Μάλιστα, σύμφωνα με μια πληροφορία, που διέψευσε αργότερα η Αστυνομία, έφυγε με ταξί που σταμάτησε στην οδό Φραντζή.

Ο αρχηγός της Αστυνομίας Γιάννης Γεωργακόπουλος υπέβαλε την επόμενη ημέρα την παραίτηση του στον υπουργό Δημόσιας Τάξης Μιχάλη Χρυσοχοΐδη. Για πρώτη φορά στα αστυνομικά χρονικά ανώτατος αξιωματικός αναλάμβανε με αυτόν τον τρόπο να αποφορτίσει τη δυσφορία της κοινής γνώμης, που έβλεπε ένα κακοποιό να περιπαίζει τις αστυνομικές αρχές…

Σε μια γειτονιά της Καλλιθέας μεγάλωσε ο Κώστας Πάσσαρης. Στα έξι του χρόνια έχασε τη Ρουμάνα μητέρα του Μαρία – Αυγούστα και όλοι μιλούσαν για την προβληματική του συμπεριφορά. Ο δρόμος για το αναμορφωτήριο άνοιξε πριν ο ίδιος κλείσει τα 16. Είχε βάλει «χέρι» στο ταμείο ενός καταστήματος στην Αίγινα και ενός συνεργείου στον Πειραιά και οδηγήθηκε στο Σωφρονιστικό Κατάστημα Ανηλίκων στον Κορυδαλλό. Μετά την απόδρασή του, μόλις ένα μήνα αργότερα, η πορεία του στην παρανομία ήταν προδιαγεγραμμένη. Η σύλληψη και ο νέος εγκλεισμός δεν τον πτόησαν. Συνέχισε με κλοπές αυτοκινήτων, διαρρήξεις οικιών και ληστείες, ακόμη και όταν υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία στην Κομοτηνή. Τον Απρίλιο του 1995 συνελήφθη ξανά για λιποταξία, αλλά στην πρώτη άδεια απέδρασε και πάλι. Ένα χρόνο αργότερα οδηγήθηκε στις στρατιωτικές φυλακές Αυλώνα για ληστεία σε ένα μανάβικο στην Καλλιθέα, αλλά κατάφερε και πάλι να γίνει «καπνός»! Χρόνο με το χρόνο θα ανέβαινε στην «ιεραρχία» του εγκλήματος, φτάνοντας στην κορυφή της λίστας των καταζητουμένων.

Η φωτογραφία του Κώστα Πάσσαρη καρφιτσώθηκε στους πίνακες ανακοινώσεων σχεδόν όλων των αστυνομικών υπηρεσιών στις 19 Φεβρουαρίου 2000. Για τους τέσσερις άνδρες της Άμεσης Δράσης η νυχτερινή βάρδια έφτανε σε μισή ώρα στο τέλος της. Την προσοχή τους τράβηξε μια βυσσινή “BMW” με τρεις επιβάτες στην πλατεία Βάθη. Έκαναν σήμα στον οδηγό να σταματήσει και τότε άρχισε η «μάχη». Έπεσαν πάνω από 50 πυροβολισμοί, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο 20χρονος Ρουμάνος Ίον Βασίλε και να τραυματιστούν τρεις αστυνομικοί, οι Ροδόλφος Τολιάτος, Παναγιώτης Πολύχρονος και Προκόπης Βλάσης. Ο Πάσσαρης διέφυγε με τον συνεργό του, αφήνοντας πίσω το κλεμμένο αυτοκίνητο και ένα αυτόματο όπλο.

Την επόμενη ημέρα βγήκε ανώνυμα στην τηλεόραση, απειλώντας να σκοτώσει τρεις αστυνομικούς για να πάρει το αίμα του πίσω! Πρόλαβε να ρίξει μια χειροβομβίδα στο Αστυνομικό Τμήμα Μάνδρας, αλλά έπεσε στα χέρια της Ασφάλειας πριν περάσουν δύο 24ωρα, την ώρα που έβγαινε από νυχτερινό κέντρο στην πλατεία Αμερικής και πριν προλάβει να χρησιμοποιήσει την χειροβομβίδα και το πιστόλι που είχε πάνω του. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, 22 Φεβρουαρίου 2000, έπεσε νεκρός στην οδό Δωδεκανήσου στην Πετρούπολη και ο δεύτερος Ρουμάνος που ήταν μαζί του στην συμπλοκή στην πλατεία Βάθη. Ο 30χρονος Νικολάε Γκορέα τράβηξε ένα «Καλάσνικοφ» από το σάκο του, αλλά οι αστυνομικοί φάνηκαν πιο αποτελεσματικοί. Με τη σύλληψη του Κώστα Πάσσαρη η Ασφάλεια εξιχνίασε πέντε ληστείες σε ξενοδοχεία, ανταλλακτήρια συναλλάγματος και ταξιδιωτικά γραφεία. Έξι μήνες αργότερα συνελήφθη και ο πατέρας του, Βαγγέλης, με μια βόμβα που, όπως ανακοίνωσε η Αστυνομία, προοριζόταν για το αυτοκίνητο ενός διακοσμητή στην Άνω Γλυφάδα.

Οι σκέψεις για απόδραση και εκδίκηση δεν εγκατέλειψαν τον 26χρονο κακοποιό όσο καιρό ήταν προφυλακισμένος στον Κορυδαλλό. Είχε διαύγεια, αν και ήταν γνωστό ότι έκανε χρήση κοκαΐνης. Προετοίμαζε το έδαφος με «πονοκεφάλους» και «επιληπτικές κρίσεις», εξασφαλίζοντας δύο άδειες μεταγωγής με παραπεμπτικά σημειώματα για εξετάσεις στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών, τις οποίες αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει, προφανώς επειδή δεν ήταν όλα έτοιμα για την απόδραση. Η τρίτη, στις 16 Φεβρουαρίου 2001, ήταν και η «φαρμακερή».

Κανένα μυαλό δεν υποψιάστηκε κάτι, όταν σήκωσε πρωί – πρωί από το λογιστήριο 100.000 δραχμές. Τι χρειαζόταν τόσα λεφτά στο νοσοκομείο; Στο ραντεβού για αξονική τομογραφία δεν πήγε ποτέ. Στο κεφαλόσκαλο του πρώτου ορόφου του Κτιρίου 3 πυροβόλησε έξι φορές τους φρουρούς του με ένα μικρό και σπάνιο πιστόλι σοβιετικής κατασκευής, που πιθανότατα του έβαλε στα χέρια ένας συνεργός του και σκότωσε τους αρχιφύλακες του Τμήματος Μεταγωγών Αθανάσιο Δρακόπουλο 47 και Διονύση Αλεβιζόπουλο 49 χρόνων. Ο 32χρονος ειδικός φρουρός του υπουργείου Δικαιοσύνης Ανδρέας Φυσέκης μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο σοβαρά τραυματισμένος. Ο 26χρονος κακοποιός πέρασε στο διπλανό νοσοκομείο «Σωτηρία» και διέφυγε με το αυτοκίνητο του κηπουρού, τον οποίο απείλησε με το όπλο.

Οι διώκτες του Πάσσαρη πίστεψαν ότι θα «λούφαζε» για ένα διάστημα, όμως διαψεύστηκαν. Μέχρι να διαφύγει στη Ρουμανία, η Αστυνομία πρόσθεσε στον «πλούσιο» φάκελό του άλλες τρεις ανθρωποκτονίες και ένοπλες ληστείες σε τράπεζες και καταστήματα. Στις 2 Μαρτίου 2001 λήστεψε το υποκατάστημα της ΔΕΗ στην οδό Παύλου Μελά 8 στο Περιστέρι και εκτέλεσε με δύο σφαίρες τον 36χρονο ταμία Γιάννη Παπαλεξανδρή, που προσπάθησε να τον κυνηγήσει.

Δύο μήνες αργότερα, στις 11 Μαΐου, σκότωσε στο Τροκαντερό την 22χρονη Βουλγάρα ιερόδουλη Μπλάγκα Σλάβτσεβα, πυροβολώντας την στο κεφάλι για άγνωστο λόγο. Το ίδιο βράδυ έπεσε σε μπλόκο αστυνομικών στον Πειραιά, όπου λήστεψε ένα ταξιδιωτικό γραφείο και ένα κατάστημα σιδηρικών, αλλά κατάφερε να ξεφύγει, ανοίγοντας πυρ εναντίον τους. Μεσολάβησαν άλλες δύο ληστείες, σε φούρνο της αλυσίδας «Βενέτη» στη Νέα Ερυθραία και στην Εμπορική τράπεζα Αλίμου, απ’ όπου άρπαξε 10 εκατομμύρια δραχμές μαζί με τον 29χρονο Ρουμάνο συνεργό του Πάολο Πόπα και στις 28 Αυγούστου 2001 έκανε την τελευταία δολοφονία, για την οποία κατηγορείται στην Ελλάδα.

Εισέβαλε νωρίς το απόγευμα στο φαρμακείο της Αργυρώς Χριστάκου, στην οδό Πιπίνου 19-21 στην Κυψέλη και πυροβόλησε την ιδιοκτήτρια και την 50χρονη αδελφή της Μαρία Σαφού, μικροβιολόγο, η οποία εκείνη την ώρα βρισκόταν στο κατάστημα και την βοηθούσε. Οι γείτονες άκουσαν τις φωνές της ιδιοκτήτριας που καλούσε απεγνωσμένα σε βοήθεια και λίγο αργότερα την έβαλαν στο ασθενοφόρο. Η αδελφή της είχε αφήσει την τελευταία της πνοή.

Ο Κώστας Πάσσαρης συνελήφθη τελικώς στη Ρουμανία, στις 27 Νοεμβρίου 2001. Οι δεσμοί αίματος που απέκτησε με Ρουμάνους κακοποιούς στην Αθήνα, μπορεί να του είχαν σώσει αρκετές φορές έως τότε τη ζωή, αλλά αυτή τη φορά αποδείχθηκαν μοιραίοι. Το ταξίδι στο Βουκουρέστι και η άγρια ληστεία σε ανταλλακτήριο συναλλάγματος, όπου σκότωσε τον ιδιοκτήτη και τον φύλακα για να αδειάσει το ταμείο, ήταν τα δύο μοιραία λάθη που έδωσαν τέλος στην δράση του. Μέσα σε δύο ημέρες είχε συλληφθεί στο διαμέρισμα μιας νεαρής σερβιτόρας στον ένατο όροφο πολυκατοικίας στο Βουκουρέστι. Αν και αρνήθηκε τα πάντα, στα ρούχα του υπήρχαν κηλίδες από το αίμα των θυμάτων του, ενώ στο διαμέρισμα βρέθηκαν δεσμίδες χαρτονομισμάτων με τη σφραγίδα του ανταλλακτηρίου “Petit Bijou”. Οι Έλληνες αξιωματικοί που πήγαν στη Ρουμανία, τον άκουσαν εμβρόντητοι να λέει ότι «ηδονίζεται να σκοτώνει αστυνομικούς»!

«Δεν θυμάμαι πόσες ληστείες έχω κάνει, τις περισσότερες τις έκανα για πλάκα. Φορούσα πάντα τα ίδια αθλητικά παπούτσια και το ρολόι πάνω από το μανίκι του μπουφάν για να ξέρετε ότι ήταν ο Πάσσαρης», είπε χωρίς ίχνος μεταμέλειας. Από τότε κρατείται στις φυλακές της Ρουμανίας.

Στα τέλη του 2017 οι ρουμανικές αρχές τον έβγαλαν από το καθεστώς κράτησης υψίστης ασφαλείας στην απομόνωση και τον μετέφεραν στη γενική πτέρυγα των φυλακών. Πληροφορίες λένε ότι διαβάζει ποίηση, γράφει, αθλείται και έχει αφοσιωθεί στο Θεό, δηλώνοντας μετανιωμένος για τα εγκλήματά του.