2004: Λεωφορειοπειρατεία στην Αθήνα

Μετά από θρίλερ που κράτησε 19 ώρες, οι περισσότερες σε απ’ ευθείας σύνδεση με την λεωφόρο Μαραθώνος στο ύψος του Γέρακα, οι δύο 24χρονοι Αλβανοί Λεονάρντ Μουράτι και Έλτον Ρεζούλι προχώρησαν λίγο μετά τα μεσάνυχτα σε μια θεαματική παράδοση, αφού πέταξαν τη βαλίτσα με τον οπλισμό τους από την πόρτα του λεωφορείου, ακολουθώντας με τα χέρια ψηλά τους έξι τελευταίους ομήρους. Η επιχείρηση είχε στεφθεί με επιτυχία και η Αστυνομία απέσπασε τα εύσημα για την επιτυχημένη διαχείριση κρίσης, της πρώτης που αντιμετώπισε στην Αττική μετά τις λεωφορειοπειρατείες του 1999, στα ελληνοαλβανικά σύνορα.

Αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν διαφορετικά, δεδομένου ότι Έλληνες αστυνομικοί εκπαιδεύτηκαν ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 και εφάρμοσαν στην πράξη, έστω και αναδρομικά, ένα από τα σενάρια που «δούλεψαν» για την ασφάλεια της Αθήνας. Το επιχειρησιακό σχέδιο προέβλεπε τη σταδιακή σωματική εξάντληση των δύο απαγωγέων, που απειλούσαν τους τρομοκρατημένους επιβάτες με καραμπίνες και μια τσάντα που περιείχε κάτι που έμοιαζε με εκρηκτικό μηχανισμό.

Τα «κλειδιά» για την επιτυχή κατάληξη της πειρατείας, που εκδηλώθηκε στις 6 τα χαράματα της 15ης Δεκεμβρίου 2004 στο πρώτο δρομολόγιο Μαραθώνας – Αθήνα με 26 επιβαίνοντες, ήταν η εγκατάλειψη του λεωφορείου από τον οδηγό του, η απουσία ιδεολογικού ερείσματος από τους δράστες και η τύχη που ήταν με το μέρος των αστυνομικών. Το λεωφορείο είχε ακινητοποιηθεί στην εμβέλεια της υπερσύγχρονης κάμερας του συστήματος C4I που μετέφερε εικόνα, ήχο και θερμογραφίες στο κέντρο επιχειρήσεων.

Δύο φίλοι και συμμαθητές σε σχολείο της κεντρικής Αλβανίας, χωρίς «παρελθόν» στη χώρα μας, όπου ζούσαν επτά χρόνια, ήταν οι πρωταγωνιστές. Πίστευαν ότι θα αποσπούσαν ένα εκατομμύριο ευρώ από τις ελληνικές αρχές και θα άνοιγαν φούρνους στην πατρίδα τους, αλλά τελικώς… καρβέλια ονειρεύονταν και κατέληξαν στη φυλακή, με 25 χρόνια κάθειρξης στην «πλάτη»! Όπως είπαν, σχεδίαζαν τη λεωφορειοπειρατεία επί ένα μήνα στο μικρό διαμέρισμα των Σπάτων, όπου συγκατοικούσαν. Κατά περιόδους εργάζονταν στις οικοδομές ως ελαιοχρωματιστές.

Αγόρασαν δύο καραμπίνες, φυσίγγια και ένα κορδονάκι που έμοιαζε με φιτίλι και το άφησαν να προεξέχει από μια τσάντα με τρόφιμα, παριστάνοντας τους αποφασισμένους καμικάζι που θα πυροδοτούσαν τα εκρηκτικά. Δήλωσαν Ρώσοι, ο ένας μάλιστα με το όνομα «Χασάν», «για να μας πάρετε στα σοβαρά και να νομίσετε ότι είμαστε και φανατικοί μουσουλμάνοι», όπως είπαν στους αστυνομικούς!

Ο Μουράτι ζούσε νόμιμα στην Ελλάδα με άδεια εργασίας και διαμονής. Οκτώ μήνες νωρίτερα είχε κατηγορηθεί, χωρίς να συλληφθεί, από το τμήμα συνοριακής φύλαξης Πωγωνίου Ιωαννίνων για συμμετοχή σε κύκλωμα διακίνησης λαθρομεταναστών συμπατριωτών του. «Για ό,τι έγινε φταίω», είπε στην απολογία του στην Ασφάλεια.

«Τους τελευταίους μήνες δεν μας έφταναν τα λεφτά. Συμφωνήσαμε να πάρουμε ένα λεωφορείο με τους επιβάτες και να πάρουμε λεφτά από το κράτος και μετά να πάμε στην Αλβανία. Όλες αυτές τις ώρες αφήναμε τους επιβάτες να φύγουν, άλλους γιατί είχαν πρόβλημα υγείας και άλλους επειδή δεν άντεχαν. Αργά το βράδυ μείναμε με έξι επιβάτες μέσα στο λεωφορείο. Κάποια στιγμή μίλησα με την αδελφή μου στο τηλέφωνο και μου είπε ότι ήταν κοντά στο λεωφορείο και τα είχε μάθει όλα. Όταν είδαμε ότι δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς, αποφασίσαμε να παραδοθούμε και να αφήσουμε και τους υπόλοιπους…».

Ο δεύτερος λεωφορειοπειρατής Έλτον Ρεζούλι βρισκόταν παράνομα στην Ελλάδα. Άνοιξε φούρνο στην πατρίδα του, αλλά χρεοκόπησε και επέστρεψε για να ξαναμαζέψει λεφτά. «Από την πρώτη στιγμή που μπήκαμε στο λεωφορείο και είδαμε τον οδηγό να φεύγει, ξέραμε ότι δεν θα καταφέρναμε να πάρουμε τα λεφτά και να φύγουμε», είπε στην απολογία του. «Είχαμε μετανιώσει, αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε πίσω. Όλα έγιναν για τα λεφτά, αλλά ήταν βλακεία μας. Το μόνο που δεν δέχομαι είναι ότι χτυπήσαμε κάποιον από τους αστυνομικούς. Δεν θέλαμε να κάνουμε κακό και δεν κάναμε».

«Στο Πικέρμι μπήκαν δύο άτομα που κρατούσαν μια ταξιδιωτική βαλίτσα», κατέθεσε ο 33χρονος οδηγός Χρυσόστομος Μήτσος. «Επειδή ο εισπράκτορας έκοβε ακόμα εισιτήρια, την πήραν πάνω στο λεωφορείο, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα την έβαζε ο ίδιος πίσω στο πορτ μπαγκάζ. Μόλις ξεκίνησα, άκουσα δύο δυνατούς θορύβους και αρχικά νόμιζα ότι έσκασε το καλοριφέρ. Αμέσως όμως κατάλαβα ότι ήταν πυροβολισμοί και άκουσα ένα άτομο να φωνάζει με σπαστά ελληνικά “καθίστε όλοι κάτω”. Ο κόσμος τρομoκρατήθηκε. Αμέσως άνοιξα όλες τις πόρτες. Από το λεωφορείο πρόλαβε και βγήκε ο εισπράκτορας, ενώ εγώ βγήκα από τη δική μου πόρτα και τράβηξα μαζί μου μια γυναίκα 40 περίπου ετών που είχε έρθει δίπλα μου».

Ακολούθησαν 19 ώρες αγωνίας, με τους δράστες να πυροβολούν από τα παράθυρα, ζητώντας στη συνέχεια ένα εκατομμύριο ευρώ και να πάνε στο αεροδρόμιο για να πετάξουν για τη Ρωσία. Σταδιακά άφησαν ελεύθερους 17 από τους 23 ομήρους, έριξαν και έναν… υπνάκο εναλλάξ και παραδόθηκαν στις αρχές. Η Αστυνομία ανακοίνωσε πως κατά τη διάρκεια της λεωφορειοπειρατείας οι δράστες έριξαν 17 πυροβολισμούς. Είχαν δύο κοντόκανα κυνηγετικά όπλα, 15 φυσίγγια, δύο μάλλινες κουκούλες, γάντια, μια μικρή βαλίτσα και ένα σκοινί μήκους οκτώ μέτρων. Επρόκειτο για τη… «φιτίλα» που απειλούσαν να ανάψουν, μιλώντας σε τηλεοπτικό σταθμό!

Φανερά ικανοποιημένος εμφανίστηκε ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Γιώργος Βουλγαράκης. Ευχαρίστησε όλους τους φορείς που συμμετείχαν και συνεργάστηκαν στη διαχείριση «αυτής της δύσκολης και περίπλοκης κατάστασης» και ιδιαίτερα τον πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή, ο οποίος «παρακολουθούσε τις εξελίξεις, καθόρισε το πλαίσιο της επέμβασης και έθεσε ως προτεραιότητα την ασφαλή απελευθέρωση των ομήρων».

Ο υπουργός αναφέρθηκε στα διεθνή μέσα, τα οποία «αναγνώρισαν ότι η Ελληνική Αστυνομία θεωρείται πλέον από τις αρτιότερα εκπαιδευμένες στον κόσμο» και τόνισε ότι «η εμπειρία των Ολυμπιακών Αγώνων δεν πήγε χαμένη». Ο κύριος Βουλγαράκης έκλεισε τις δηλώσεις του απευθύνοντας αντιρατσιστικό μήνυμα: «Θέλω να τονίσω στους Έλληνες ότι είμαστε μια κοινωνία ανοιχτή και προοδευτική, που δεν κάνει διακρίσεις».