To σχέδιο της ληστείας σε βάρος χρηματαποστολής της εταιρείας “Wackenhut” στο Κολωνάκι ήταν πρωτότυπο και πολύ αποτελεσματικό. Μπορεί να αποτελούσε «επιχείρηση» υψηλού ρίσκου για τους δύο κακοποιούς – «φαντάσματα», που χτύπησαν κάτω από τη «μύτη» της Αστυνομίας χωρίς να γίνουν αντιληπτοί στην καλύτερα φρουρούμενη περιοχή της Αθήνας, αλλά τους απέφερε μέσα σε λίγα λεπτά 1.325.000 ευρώ.
Ένας απ’ αυτούς, παριστάνοντας τον οδοκαθαριστή, έπαιξε το ρόλο του «Δούρειου Ίππου». Ακινητοποίησε με την απειλή όπλου τον συνοδό της χρηματαποστολής και μπήκε μαζί του στο θωρακισμένο φορτηγάκι. Στη συνέχεια ανάγκασε τον οδηγό να κατευθυνθεί προς το Ζάππειο, όπου ήδη περίμενε ο συνεργός του. Οι δύο ληστές τον τραυμάτισαν, άρπαξαν ανενόχλητοι τους σάκους με τα χρήματα και τράπηκαν σε φυγή. Όταν ειδοποιήθηκε η Αστυνομία, ήταν ήδη μακριά.
Σύμφωνα με τις καταθέσεις των υπαλλήλων της χρηματαποστολής, η ενέδρα είχε στηθεί νωρίς το πρωί της 7ης Μαρτίου 2006, μπροστά στο υποκατάστημα της γαλλικής τράπεζας ΒΝΡ στην οδό Κουμπάρη 5, στο Κολωνάκι. Στον πολυσύχναστο δρόμο, που είναι γεμάτος γραφεία και καταστήματα, κανείς δεν παρατήρησε ύποπτες κινήσεις. Αργότερα ένας υπάλληλος της τράπεζας, συνδυάζοντας τα περιστατικά, είπε ότι είδε έναν νεαρό που ήταν ντυμένος οδοκαθαριστής να σκουπίζει το πεζοδρόμιο, ρίχνοντας λοξές ματιές στην κίνηση των αυτοκινήτων, αλλά δεν του φάνηκε ύποπτος ώστε να ενημερώσει τους προϊσταμένους του.
Το θωρακισμένο αυτοκίνητο της χρηματαποστολής σταμάτησε στις 8.10 το πρωί μπροστά στο υποκατάστημα της ΒΝΡ, λίγες δεκάδες μέτρα από την πλατεία Κολωνακίου. Ο 28χρονος συνοδός κατέβηκε και κατευθύνθηκε προς την τράπεζα για να παραλάβει τους σάκους με τα χρήματα. Το σχέδιο της ληστείας μπήκε σε εφαρμογή την ώρα που επέστρεφε στο θωρακισμένο αυτοκίνητο. Ο «οδοκαθαριστής» τον αιφνιδίασε πιάνοντάς τον από πίσω, του κόλλησε το όπλο στα πλευρά και προχώρησε μαζί του προς το κλειστό φορτηγάκι της εταιρείας. Τον ανάγκασε να μπει στο πίσω κάθισμα, όπου βρισκόταν το χρηματοκιβώτιο, φόρεσε αστραπιαία μια κουκούλα και κάθισε δίπλα του. Τον ανάγκασε να το ανοίξει και του έδεσε τα χέρια με χειροπέδες.
Στοχεύοντάς τον με το πιστόλι, είπε στον οδηγό να κατευθυνθεί προς το Ζάππειο. Μέσω των οδών Ηρώδου Αττικού -όπου βρίσκονται το Προεδρικό Μέγαρο και το Μέγαρο Μαξίμου!- και Βασιλέως Κωνσταντίνου, το αυτοκίνητο έφτασε στο πάρκο, όπου περίμενε ο δεύτερος ληστής. Ο κουκουλοφόρος χτύπησε τον οδηγό στο κεφάλι με τη λαβή τού όπλου του και μαζί με τον συνεργό του έδεσαν με χειροπέδες και τους δύο υπαλλήλους της “Wackenhut”. Άρπαξαν τέσσερις σάκους γεμάτους χαρτονομίσματα και εξαφανίσθηκαν με ένα αυτοκίνητο που είχαν παρκάρει εκεί κοντά.
Οι ληστές είχαν και την τύχη με το μέρος τους. Κανείς δεν έτυχε να κάνει εκείνη την ώρα τη βόλτα του στο πάρκο, κανείς δεν απόρησε τι δουλειά είχε εκεί σταθμευμένο ένα θωρακισμένο φορτηγάκι χρηματαποστολών. Όταν ο συνοδός κατάφερε να τηλεφωνήσει στην Αστυνομία από το κινητό του τηλέφωνο, οι κακοποιοί είχαν ήδη εξαφανιστεί. Απουσία μαρτύρων, ο εντοπισμός τους αποδείχθηκε αδύνατος…
Μέσα σε ένα χρόνο, από τον Απρίλιο του 2005 έως εκείνη την ημέρα, είχαν γίνει 21 ληστείες σε βάρος χρηματαποστολών στην Αθήνα, από τις οποίες εξιχνιάστηκαν οι δώδεκα. Καμία, όμως, δεν παρουσίαζε ομοιότητες με αυτή του Κολωνακίου. Ο οδηγός της χρηματαποστολής, ο οποίος μεταφέρθηκε για νοσηλεία στο ΝΙΜΤΣ, προσπάθησε, μαζί με τον συνάδελφό του, να περιγράψει στους αξιωματικούς της Ασφάλειας Αττικής τους δύο ληστές και τον τρόπο δράσης τους. Όμως δεν μπόρεσαν να «φωτίσουν» τις έρευνες για τον εντοπισμό τους. Ούτε αναγνώρισαν κάποιους από τις φωτογραφίες σεσημασμένων ληστών που τους επιδείχθηκαν. Αρνητικό αποτέλεσμα είχε και το «ξεσκόνισμα» του θωρακισμένου φορτηγού για εντοπισμό γενετικού υλικού των ληστών. Οι αστυνομικοί εξέτασαν και μια πληροφορία, σύμφωνα με την οποία ένας από τους κακοποιούς ήταν 39χρονος Ελληνοαιγύπτιος, ο οποίος δολοφονήθηκε λίγους μήνες αργότερα στην Κηφισιά. Ωστόσο, δεν κατάφεραν να το αποδείξουν και η ληστεία παρέμεινε ανεξιχνίαστη.