2008: Ο Παλαιοκώστας στα χέρια της Αστυνομίας για την απαγωγή Μυλωνά

Η διώροφη μονοκατοικία στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης, «κρυμμένη» από τα αδιάκριτα βλέμματα πίσω από μια συστοιχία δέντρων, ήταν γεμάτη κάμερες παρακολούθησης. Η επιχείρηση έπρεπε να σχεδιαστεί προσεκτικά, ώστε να μην χαθεί το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Είχε πλέον νυχτώσει και οι ενοικιαστές της άρχισαν να χαλαρώνουν, βλέποντας μια ταινία στην τηλεόραση, όταν δόθηκε το σύνθημα. Οι άνδρες της ΕΚΑΜ έσπασαν την πόρτα, πετώντας ταυτόχρονα βομβίδες κρότου λάμψης και καπνογόνα. Ο Βασίλης Παλαιοκώστας φορώντας μόνο το εσώρουχο, δεν πρόλαβε να αντιδράσει και να πιάσει στα χέρια του ένα από τα δεκάδες όπλα που υπήρχαν στο κρησφύγετο. «Εντάξει, κερδίσατε», είπε μόνο στους αστυνομικούς που του περνούσαν χειροπέδες.

Δίπλα του στεκόταν αποσβολωμένος ο 30χρονος Πολύκαρπος Γεωργιάδης, γνωστός αντιεξουσιαστής, ο οποίος, όπως έλεγε η Αστυνομία, είχε γνωριστεί με τον «φαντομά» στις φυλακές Κορυδαλλού, όπου ήταν προφυλακισμένος για εμπρηστικές επιθέσεις με γκαζάκια στη Θεσσαλονίκη. Ήταν 20 Αυγούστου 2008 όταν ολοκληρώθηκε η εξιχνίαση της απαγωγής του 49χρονου προέδρου του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος Γιώργου Μυλωνά, ο οποίος έμεινε όμηρος στα χέρια των κακοποιών στο κρησφύγετο της Σουρωτής για δύο εβδομάδες και απελευθερώθηκε με την καταβολή λύτρων ύψους 10.800.000 ευρώ.

Οι αστυνομικοί χρειάστηκαν δύο μήνες για να ρίξουν «φως» στην υπόθεση. «Κλειδί» για την εξιχνίασή της ήταν η «ντόλτσε βίτα» που έκανε ο 40χρονος σερβιτόρος από τα Χανιά Ασημάκης Λαζαρίδης, ο οποίος άρχισε ξαφνικά να σκορπίζει χιλιάδες ευρώ σε διασκέδαση και κεράσματα. Το μοιραίο του λάθος ήταν η αγορά ενός πολυτελέστατου τζιπ, για το οποίο πλήρωσε μετρητοίς 82.000 ευρώ από τα προσημειωμένα χαρτονομίσματα των λύτρων! Ταυτόχρονα με την προσαγωγή του Λαζαρίδη από την Κρήτη, οι αστυνομικοί συνέλαβαν στη Θεσσαλονίκη και τον 27χρονο Βαγγέλη Χρυσοχοΐδη, το αυτοκίνητο του οποίου είχε εντοπιστεί στο κρησφύγετο των απαγωγέων στη Σουρωτή. Ακολούθησε η έφοδος, που απέφερε ένα αντιαρματικό RΡG, πέντε αυτόματα «Καλάσνικοφ», πέντε πιστόλια, πέντε χειροβομβίδες, 3.700 σφαίρες, ποσότητες εκρηκτικών υλών, τρεις αυτοσχέδιους εμπρηστικούς μηχανισμούς, στολές αστυνομικών, αλεξίσφαιρα γιλέκα και 500.000 ευρώ.

Ο Ασημάκης Λαζαρίδης, ο οποίος δήλωσε μετανιωμένος και ζήτησε συγνώμη από τον Γιώργο Μυλωνά, υπέδειξε το σημείο στον περίβολο της μονοκατοικίας όπου είχε θάψει το δικό του μερίδιο, ένα εκατομμύριο ευρώ, ενώ στο σπίτι του στο Ακρωτήρι Χανίων βρέθηκαν 27.000 ευρώ. Το πέμπτο πρόσωπο που ενεπλάκη στην απαγωγή ήταν ο 28χρονος Γιώργος Χαραλαμπιδης, κρατούμενος στις φυλακές Τρικάλων για ληστεία, ο οποίος, σύμφωνα με την Αστυνομία, μερίμνησε για τα όπλα και τα αυτοκίνητα. Τον «κάρφωσε» ένα ανώνυμο τηλεφώνημα μέσα από τις φυλακές Κορυδαλλού στην Ασφάλεια Θεσσαλονίκης. Οι αστυνομικοί συνέλαβαν τους γονείς και την αδελφή του, επειδή στην κατοχή τους βρέθηκαν 50.000 ευρώ από τα λύτρα.

Η απαγωγή έγινε αργά το βράδυ της 9ης Ιουνίου 2008. Δύο ώρες νωρίτερα ο Μυλωνάς είχε αποδεσμεύσει τον οδηγό του, έναν έμπειρο συνταξιούχο αστυνομικό της Ασφάλειας, καθώς βρισκόταν σε εκδήλωση του συνδέσμου βιομηχάνων στη Θεσσαλονίκη. Φτάνοντας λίγο πριν από τα μεσάνυχτα με την σύζυγό του στο σπίτι τους στο Πανόραμα, πετάχτηκαν μπροστά τους τρεις άνδρες που φορούσαν κουκούλες και στρατιωτικές φόρμες. «Μυλωνά, τώρα θα πάμε μια βόλτα», είπε ένας απ’ αυτούς στον 49χρονο επιχειρηματία, βουτώντας τον από το μπράτσο. Χωρίς να πειράξουν την σύζυγό του, τον έριξαν στο πίσω κάθισμα της “Mercedes” του και επιβιβάστηκαν κι αυτοί. Ο Βασίλης Παλαιοκώστας κάθισε στη θέση του οδηγού, αλλά δεν κατάφερε να βάλει μπροστά το αυτοκίνητο. Τελικώς το τιμόνι ανέλαβε ο ίδιος ο βιομήχανος.

«Γιατί εμένα ρε παιδιά;», ρώτησε ταραγμένος ο Γιώργος Μυλωνάς. «Σε είδαμε αλευρωμένο και σε περάσαμε για… μυλωνά», του απάντησε ο καταζητούμενος. Λίγο αργότερα τον υποχρέωσαν να σταματήσει σε ένα ερημικό σημείο, επιβιβάστηκαν σε ένα άλλο αυτοκίνητο και έφτασαν στο κρησφύγετο στη Σουρωτή, το οποίο είχαν νοικιάσει με μηνιαίο μίσθωμα 1.500 ευρώ.

Λίγες ώρες μετά την απαγωγή οι δράστες επικοινώνησαν με την σύζυγο του θύματος, για να της υποδείξουν το σημείο όπου είχαν εγκαταλείψει την “Mercedes”, σε ένα σούπερ μάρκετ δύο χιλιόμετρα από το σπίτι του. Στο κάθισμα του συνοδηγού είχαν αφήσει το κινητό τηλέφωνο του Γιώργου Μυλωνά, το ρολόι του και μια επιστολή, με την οποία ζητούσαν 30 εκατομμύρια ευρώ -μοιρασμένα σε χαρτονομίσματα των 500, 200 και 100 ευρω- για να τον απελευθερώσουν, δίνοντας διορία μία εβδομάδα.

Ο θεσμικός ρόλος του απαχθέντος, οι παρεμβάσεις του στα οικονομικά θέματα και η επιχειρηματική του δραστηριότητα στον ελληνικό χώρο και στα Βαλκάνια με την εταιρεία “Alumil” και τις θυγατρικές της, «γέννησαν» σενάρια και έδωσαν τα χαρακτηριστικά θρίλερ στην υπόθεση. Η οικογένειά του με μια επιστολή που κοινοποίησε στα μέσα, ζήτησε διακριτικότητα: «Ευχαριστούμε θερμώς τους δημοσιογράφους του γραπτού και ηλεκτρονικού τύπου για το άμεσο και σοβαρό ενδιαφέρον σχετικώς με την απαγωγή του Γιώργου Μυλωνά. Ωστόσο, η διαρκής και εντατική κάλυψη, ασχέτως αγαθών κινήτρων, φαίνεται να δυσχεραίνει την περίσταση. Παρακαλούμε για λιτή και περιεκτική ενημέρωση της κοινής γνώμης».

Το στίγμα επτά τηλεφώνων που χρησιμοποιήθηκαν για την επικοινωνία με την οικογένεια Μυλωνά και η ηχογραφημένη κασέτα με την «απόδειξη ζωής» του επιχειρηματία, που αφέθηκε σε μια εκκλησία στη Λάρισα ήταν τα μόνα δεδομένα που είχε η Αστυνομία για τον εντοπισμό των δραστών. Μία ημέρα πριν λήξει η διορία επικοινώνησαν με τη Νέλλη Μυλωνά και την ρώτησαν εάν είχε συγκεντρώσει τα χρήματα. «Όχι, είναι πάρα πολλά τα λεφτά», απάντησε η γυναίκα και οι τηλεφωνικές διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν. Τελικώς οι δράστες συμφώνησαν στα 10.800.000 ευρώ. Μάλιστα στο πρώτο ραντεβού για την παράδοση των λύτρων, έξω από την Καβάλα, δεν εμφανίστηκαν, προφανώς για να βεβαιωθούν ότι δεν τους παρακολουθούσε η Ασφάλεια. Στις 23 Ιουνίου παρέλαβαν τα χρήματα, έδωσαν στον Μυλωνά τα κλειδιά μιας κλεμμένης “BMW” και τον άφησαν ελεύθερο κοντά στα Γιαννιτσά. «Φύγε τώρα», του είπαν. «Μετά από αυτά που πέρασες δεν πρέπει να φοβάσαι τίποτα για το υπόλοιπο της ζωής σου».

«Απολαμβάνω τον ήλιο, είχα να δω φως 13 ημέρες», δήλωσε στους δημοσιογράφους την επόμενη ημέρα ο 49χρονος βιομήχανος, έξω από το σπίτι του στο Πανόραμα, εκεί όπου άρχισε η μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής του. Ο ίδιος προανήγγειλε την παραίτησή του από την προεδρία του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος για να περνά περισσότερο χρόνο με τη σύζυγο και τα παιδιά του. «Δυστυχώς, δεν μπορώ να σταματήσω να δουλεύω», είπε χαρακτηριστικά. Εμφανίσθηκε ψύχραιμος και ομιλητικός στους δημοσιογράφους, αποφεύγοντας να αναφερθεί σε λεπτομέρειες για τις συνθήκες ομηρίας του. «Κάποια πράγματα δεν θα τα πω ούτε στην Αστυνομία, θα τα κρατήσω μέσα μου μέχρι να πεθάνω. Ήταν μία ατυχής συγκυρία για μένα, ήμουν ο άτυχος της υπόθεσης, να μη συμβεί σε κανέναν». Για το μόνο που διαβεβαίωσε ήταν πως δεν ταλαιπωρήθηκε. «Οι απαγωγείς ήταν ευγενικοί και καλοί μαζί μου, μού έδωσαν ό,τι ζητούσα. Οι συνθήκες κράτησής μου ήταν αξιοπρεπείς».

Μετά τις συλλήψεις ο Γιώργος Μυλωνάς πήγε στην Ασφάλεια Θεσσαλονίκης για να αναγνωρίσει τους απαγωγείς του. «Συγγνώμη, μη μου κρατάς κακία, αυτή είναι η δουλειά μου», του είπε ο Βασίλης Παλαιοκώστας, ομολογώντας εμμέσως τον ρόλο του στην απαγωγή. «Τα λεφτά δεν θα σου τα επιστρέψω, γιατί στη φυλακή θα έχω ανάγκες», συμπλήρωσε.
«Κάτω από διαφορετικές συνθήκες μπορεί και να προσλάμβανα τον Παλαιοκώστα στην επιχείρησή μου», είπε την επόμενη ημέρα ο βιομήχανος σε συνέντευξη τύπου. «Δεν είμαι ψυχολόγος για να ερευνήσω το παρελθόν και να εξηγήσω τη συμπεριφορά του, αλλά εάν χρησιμοποιούσε τις ικανότητές του για καλό σκοπό, τότε πιθανόν και να τον προσλάμβανα σε κάποια από τις επιχειρήσεις μου. Ήταν ευγενικός, σε αντίθεση με τους δύο νεώτερους σε ηλικία απαγωγείς, που ήταν σκληροί».

Το Φεβρουάριο του 2010 το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης επέβαλε βαριές ποινές στους απαγωγείς. Ωστόσο όλες μειώθηκαν σε δεύτερο βαθμό, το Μάιο του 2012. Το δικαστήριο καταδίκασε τον Βαγγέλη Χρυσοχοΐδη και τον Πολύκαρπο Γεωργιάδη σε ποινή κάθειρξης 12 ετών και 10 μηνών, αναγνωρίζοντάς τους τα ελαφρυντικά του προτέρου εντίμου βίου και της έμπρακτης μεταμέλειας. Ο Ασημάκης Λαζαρίδης καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 6 ετών και 11 μηνών, ενώ ο Γιώργος Χαραλαμπίδης σε φυλάκιση 4 ετών και 5 μηνών. Ποινή φυλάκισης 10 μηνών με τριετή αναστολή επιβλήθηκε στους γονείς και στην αδελφή του. Ο Βασίλης Παλαιοκώστας δικάστηκε μόνο για τις πλημμεληματικές πράξεις που αντιμετώπιζε, αφού είχε ήδη αποδράσει με ελικόπτερο από τις φυλακές Κορυδαλλού. Tον Απρίλιο του 2019 καταδικάστηκε ερήμην από το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης σε κάθειρξη 58 ετών -που συγχωνεύτηκαν στα 25 έτη- για την απαγωγή Μυλωνά και ένοπλες ληστείες σε δύο τράπεζες και μια χρηματαποστολή.