«Γεια σας. Έχετε κερδίσει μια καινούργια συσκευή κινητού, την οποία μπορούμε να σας παραδώσουμε στο σπίτι», είπε ο άγνωστος που τηλεφώνησε εκείνο το απόγευμα στην 22χρονη Σοφία Γκόντα. Η κόρη του πρώην δημάρχου Ιωαννίνων Νίκου Γκόντα, που σπούδαζε δημόσιες σχέσεις και επικοινωνία στο ΤΕΙ Καστοριάς, ήταν συνηθισμένη στις προσφορές, λόγω της ενασχόλησης του πατέρα της με τα κοινά και των μεγάλων λογαριασμών που έκανε η οικογένειά της. Το μυαλό της δεν πήγε στο κακό.
Χωρίς δεύτερη σκέψη κανόνισε να της παραδώσουν το τηλέφωνο και έφυγε από την καφετέρια όπου βρισκόταν με μια φίλη της για να πάει εγκαίρως στο ραντεβού. Όπως αποδείχθηκε, το «δώρο» ήταν το «δόλωμα» για να την αρπάξουν έξω από το φοιτητικό σπίτι της, σε ένα στενό δρομάκι της Καστοριάς και να ζητήσουν λύτρα από τον πατέρα της! Πίστευαν ότι είχαν σχεδιάσει με κάθε λεπτομέρεια το μεγάλο «κόλπο», με το οποίο θα κέρδιζαν τέσσερα εκατομμύρια ευρώ.
Προετοίμαζαν την απαγωγή επί ένα μήνα. Παρακολουθούσαν τις κινήσεις της νεαρής φοιτήτριας και νοίκιασαν μια μικρή αγροικία στο Κρυφοβό, ένα ορεινό χωριό 20 χιλιόμετρα από τα Ιωάννινα, την οποία θα χρησιμοποιούσαν ως κρησφύγετο όπου θα την κρατούσαν όμηρο. Στον ιδιοκτήτη δήλωσαν κυνηγοί, που θα έμεναν αρκετό καιρό στην περιοχή και γι’ αυτό χρειάζονταν ένα κατάλυμα.
Ήταν 21 Σεπτεμβρίου 2011 όταν οι τρεις δράστες ακινητοποίησαν τη Σοφία Γκόντα με την απειλή ενός ψεύτικου πιστολιού, την έσυραν σε ένα αυτοκίνητο, την έριξαν στο πίσω κάθισμα, της φόρεσαν κουκούλα στο κεφάλι και την οδήγησαν στην αγροικία. «Αν πέσουμε σε μπλόκο, μην κουνηθείς και κράτα το στόμα σου κλειστό», της είπε ο οδηγός. Ο πανικός δεν την άφησε να αντιδράσει και ο φόβος δημιουργούσε διάφορες σκέψεις στο μυαλό της. «Εάν ήξερα το ποσό που ζήτησαν, θα είχα αυτοκτονήσει», είπε αργότερα στους γονείς της. Γνώριζε ότι δεν είχαν τόσο μεγάλη οικονομική επιφάνεια ώστε να συγκεντρώσουν τόσα χρήματα. Πίστευε ότι θα την βίαζαν και θα την εγκατέλειπαν, ή, στο χειρότερο σενάριο, θα την οδηγούσαν στην Αλβανία για να της αφαιρέσουν τα όργανα. Όμως τίποτα απ’ αυτά δεν συνέβαινε.
Οι απαγωγείς ήθελαν μετρητά για να τη απελευθερώσουν και από το ίδιο κιόλας βράδυ επικοινώνησαν με τους γονείς της από το κινητό της τηλέφωνο. «Εάν θέλεις να ξαναδείς την κόρη σου, πρέπει να μας δώσεις τέσσερα εκατομμύρια ευρώ. Μην τολμήσεις να μπλέξεις την Αστυνομία. Κάνε ό,τι σου λέμε και όλα θα πάνε καλά…».
Ο πρώην δήμαρχος Ιωαννίνων πανικοβλήθηκε. Αναρωτιόταν πού θα έβρισκε τόσα χρήματα. Αμέσως ειδοποίησε την Ασφάλεια και δύο έμπειροι αστυνομικοί εγκαταστάθηκαν στο σπίτι του. Στο επόμενο τηλεφώνημα ο Νίκος Γκόντας ζήτησε μια απόδειξη ζωής της κόρης του και μίλησε μαζί της για λίγα δευτερόλεπτα. «Μπαμπά τα λεφτά γρήγορα, μην καλέσεις την Αστυνομία», πρόλαβε να του πει, όπως της είχαν υποδείξει οι απαγωγείς. Ακολούθησαν άλλες δέκα κλήσεις. «Δεν έχω τόσα χρήματα, έχω συγκεντρώσει 13.000 ευρώ», τους είπε ο πατέρας. «Μόνο τόσα αξίζει η ζωή της κόρης σου;», απάντησαν οι απαγωγείς. «Εάν δεν μας δώσεις τα λεφτά να ξέρεις ότι θα την βρεις νεκρή».
Οι δράστες τηλεφωνούσαν από διαφορετικά σημεία, αλλά έκαναν το λάθος να πάρουν και από έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Οι αστυνομικοί με τη βοήθεια της τεχνολογίας εντόπισαν το σημείο, το παρακολούθησαν διακριτικά και ταυτοποίησαν έναν από τους απαγωγείς. Λίγο πριν συμπληρωθούν τρία 24ωρα ομηρίας, κλείστηκε το ραντεβού. Οι δράστες συμβιβάστηκαν να πάρουν 43.650 ευρώ, αφού κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να πάρουν περισσότερα. Τα χρήματα παρέλαβαν δύο άνδρες που επέβαιναν σε μοτοσικλέτα.
Πριν περάσει μία ώρα η 22χρονη φοιτήτρια ήταν ελεύθερη. Την είχαν αφήσει μέσα στην πόλη των Ιωαννίνων. Η ώρα ήταν 3 τα ξημερώματα και κανείς δεν είδε τη σκηνή. «Περίμενε να ακούσεις το αυτοκίνητο να γκαζώνει και τότε θα βγάλεις την κουκούλα», της είπαν. Πριν τραπούν σε φυγή της έδωσαν και μια… συμβουλή: «Την επόμενη φορά να προσέχεις, μην είσαι τόσο θύμα»!
Όπως είπε, οι απαγωγείς δεν της φέρθηκαν βίαια. Δεν την είχαν δεμένη και της πήγαιναν φαγητό και νερό. Πάντα όμως την επιτηρούσαν. Μάλιστα ένας απ’ αυτούς κοιμήθηκε το πρώτο βράδυ δίπλα της στο ίδιο κρεβάτι για να μην ξεφύγει.
Με ταυτόχρονες επιχειρήσεις η Αστυνομία συνέλαβε τους τρεις απαγωγείς μέσα σε λίγες ώρες. Ήταν οι υπάλληλοι πιτσαρίας Βασίλης Τζώρτζης 43 και Νικόλαος Αλεξίου 32 χρόνων και ο 37χρονος Βορειοηπειρώτης Ανθοκλής Μπερούκας, οι οποίοι, σύμφωνα με τον Γενικό Αστυνομικό Επιθεωρητή Ηπείρου Δημήτρη Τσακνάκη, «ποτέ στο παρελθόν δεν είχαν απασχολήσει τις αρχές». Η μητέρα της 22χρονης φοιτήτριας Όλγα, αστυνομικός και αυτή, συγκινημένη από την αίσια έκβαση της υπόθεσης, είπε ότι το μόνο που την απασχολούσε πλέον ήταν να βοηθήσει την κόρη της να ξεπεράσει το σοκ. Οι αστυνομικοί συνέλαβαν ακόμη την σύζυγο και τη μητέρα του Αλεξίου, επειδή τους βοήθησαν να κρύψουν τα χρήματα από τα λύτρα. Οι δύο γυναίκες αφέθηκαν ελεύθερες μέχρι να γίνει η δίκη, ενώ οι τρεις αυτουργοί προφυλακίστηκαν.
Η εκδίκαση της υπόθεσης, τον Φεβρουάριο του 2013 στο Τριμελές Εφετείο Ιωαννίνων, δίχασε την πόλη, αφού την υπεράσπιση των απαγωγέων ανέλαβε η σύζυγος του δημάρχου Φίλιππου Φίλιου, Κατερίνα Χαρίση. «Δεν έπρεπε να δεχτεί την εκπροσώπηση του απαγωγέα, ηθικά δεν είναι σωστό», είπαν από την πλευρά της οικογένειας Γκόντα. «Όλοι έχουν δικαίωμα υπεράσπισης, η γυναίκα του δημάρχου έκανε απλώς τη δουλειά της», απάντησε το περιβάλλον του δημάρχου. «Γιατί δεν απήγαγαν ένα άλλο παιδί; Μήπως ήθελαν να τον τσακίσουν πολιτικά, να λυγίσει και να αποσυρθεί μια για πάντα από την πολιτική ζωή των Ιωαννίνων;», ειπώθηκε από την πλευρά του πρώην δημάρχου Νίκου Γκόντα, κατά τη διάρκεια της δίκης. «Εάν την είχαν πειράξει, δεν θα δεχόμουν τον εκπροσώπηση», δήλωσε μετά το τέλος της δίκης η συνήγορος υπεράσπισης. Η ετυμηγορία του δικαστηρίου ήταν κάθειρξη 22 ετών για τον Βασίλη Τζώρτζη και κάθειρξη 19 ετών και 4 μηνών για το Νικόλαο Αλεξίου και τον Ανθοκλή Μπερούκα. Η σύζυγος και η μητέρα του Αλεξίου καταδικάστηκαν σε φυλάκιση 4 μηνών με αναστολή για κλεπταποδοχή. Σε δεύτερο βαθμό το Πενταμελές Εφετείο Ιωαννίνων μείωσε τις ποινές των δραστών. Ο Βασίλης Τζώρτζης καταδικάστηκε σε κάθειρξη 17 ετών, ενώ Αλεξίου και Μπερούκας σε κάθειρξη 13 ετών και 8 μηνών.