2012: Η εξαφάνιση του Μάριου Παπαγεωργίου

Ένας… φίλος της οικογένειας του Μάριου Παπαγεωργίου βρισκόταν πίσω από την απαγωγή και δολοφονία του 26χρονου οπτομέτρη, ο οποίος εξαφανίστηκε από την περιοχή του Παλαιού Φαλήρου, στις 9 Αυγούστου 2012. Συνελήφθη, καταδικάστηκε μαζί με τους συνεργούς του, αλλά δεν αποκάλυψε ποτέ την τύχη του νεαρού, το πτώμα του οποίου δεν βρέθηκε ποτέ…

Ο 71χρονος Πέτρος Μιχαλεάκος, ένας ιδιόρρυθμος άνθρωπος, που είχε πείσει ακόμη και τους φίλους του ότι ήταν αρχηγός του κλιμακίου της CIA στην Ελλάδα και αντλούσε τεράστια δύναμη από μέλη της αμερικανικής κυβέρνησης, ήταν αυτός που θα βοηθούσε με τις «άκρες» του την οφθαλμίατρο Βαρβάρα Θεοδωράκη να βρει το παιδί της, συμβουλεύοντάς την να μην πάει στην Αστυνομία, επειδή «οι αστυνομικοί είναι διεφθαρμένοι». Όταν ο Μάριος εξαφανίστηκε μυστηριωδώς, φεύγοντας με το αυτοκίνητό του από το Διακοφτό, ήταν σίγουρος ότι «θα ήταν με κανένα γκομενάκι σε κάποια παραλία», όπως της είπε, όταν εκείνη ζήτησε τη βοήθειά του! Ακόμη και το ίδιο κιόλας βράδυ, όταν την πήρε κάποιος τηλέφωνο, ζητώντας 620.000 ευρώ ως λύτρα για την απελευθέρωσή του, την απέτρεψε να απευθυνθεί στην Αστυνομία.

«Επειδή εδώ και δύο χρόνια δίνουμε στο γιο σου καθαρό πράμα και δεν μας πληρώνει, μας χρωστάει 620.000 ευρώ. Αν θες να τον ξαναδείς, δώσε μας τα λεφτά», της είπε μια ανδρική φωνή, αλλά εκείνη δεν πίστεψε τίποτα. Το μοναχοπαίδι της ούτε έπινε, ούτε κάπνιζε. Την επόμενη ημέρα το αυτοκίνητο του, ένα μολυβί “Audi Α4” με αριθμό κυκλοφορίας ΙΜΕ-5203 βρέθηκε στη συμβολή των οδών Ποσειδώνος και Αφροδίτης, στο Παλαιό Φάληρο, αλλά ο ίδιος ήταν άφαντος. Οι απαγωγείς επανήλθαν με νέο τηλεφώνημα, διαβεβαιώνοντας τη μητέρα ότι ο Μάριος ήταν ζωντανός και θα τον απελευθέρωναν μόνο εάν τους κατέβαλε τα λύτρα. «Σας παρακαλώ θέλω να μιλήσω με το παιδί μου», τους είπε. «Αν δώσεις τα λεφτά, θα το έχεις το παιδί αύριο…», της απάντησαν.

Τις επόμενες ημέρες η Βαρβάρα Θεοδωράκη, με τη βοήθεια συγγενών, που της έστειλαν χρήματα ακόμη και από την Κρήτη, κατάφερε να συγκεντρώσει 350.000 ευρώ. Όμως ο αδελφικός της φίλος, Πέτρος Μιχαλεάκος, που συμμετείχε στις συνομιλίες με τους απαγωγείς, ήταν ανένδοτος. «Δεν θα τα δώσεις τα λεφτά», της είπε και εκείνη άρχισε να τον υποψιάζεται. Όταν σε μια από τις επικοινωνίες τους οι απαγωγείς αρνήθηκαν να της δώσουν στο τηλέφωνο το Μάριο για να βεβαιωθεί ότι ήταν ζωντανός, αποφάσισε να δηλώσει την εξαφάνισή του στις αρχές. Όπως είπε, έφυγε εκείνο το απόγευμα από το Διακοφτό, όπου έκαναν διακοπές, παίρνοντας μαζί του 6.000 ευρώ, για να δει ένα μηχάνημα που ενδιαφερόταν να αγοράσει. Είχε ήδη οκτώ ημέρες να δώσει σημεία ζωής και είχε αρχίσει να χάνει τις ελπίδες της.

Από την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου διαπιστώθηκε ότι ο Μιχαλεάκος ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που είχε μιλήσει με το Μάριο, λίγο πριν χαθούν τα ίχνη του. Στο μεταξύ ίχνη αίματος του 26χρονου οπτομέτρη, που είχαν ξεπλυθεί, εντοπίστηκαν στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου του, μετά από πρωτοβουλία της δημοσιογράφου Αγγελικής Νικολούλη. Οι αστυνομικοί που ερευνούσαν την εξαφάνιση παρατήρησαν ότι ένα μαύρο βαν βρισκόταν για πολλές ώρες έξω από το σπίτι της μητέρας του. Και, όπως αποδείχθηκε, είχαν σκοπό να την ληστέψουν για να της αρπάξουν τα χρήματα που είχε συγκεντρώσει. Στις 16 Οκτωβρίου 2012 επενέβησαν και η υπόθεση πήρε το δρόμο της δικαιοσύνης. Ως «εγκέφαλος» της απαγωγής κατηγορήθηκε ο 71χρονος Πέτρος Μιχαλεάκος, ενώ στον εισαγγελέα οδηγήθηκαν η σύζυγός του, Βούλα Σιούταλου και άλλα έξι άτομα.

Η Αστυνομία είχε κάνει το καθήκον της, αλλά και η Αγγελική Νικολούλη συνέχιζε το δικό της. Με τη βοήθεια ενός ερευνητή από τον Καναδά προσπάθησε να φωτίσει τις τελευταίες στιγμές του Μάριου Παπαγεωργίου και να λυτρώσει την τραγική μάνα, που το μόνο που ήθελε πλέον ήταν να κηδέψει το παιδί της. Αν και υπήρχαν ενδείξεις ότι ο 26χρονος απήχθη κάπου στο Μεγάλο Πεύκο, μεταφέρθηκε στον Κιθαιρώνα και θάφτηκε στα «καμένα» της Αρκαδίας, η άκρη δεν βρέθηκε.

Η δίκη των οκτώ κατηγορουμένων στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών άρχισε στις αρχές Φεβρουαρίου του 2014. Ο Πέτρος Μιχαλεάκος, τον οποίο η εισαγγελέας της έδρας χαρακτήρισε στην πρότασή της ως τον «εγκέφαλο» της απαγωγής και αρχηγό της σπείρας, καταδικάστηκε σε ισόβια και επιπλέον κάθειρξη 23 ετών για ανθρωποκτονία, αρπαγή από κοινού, απόπειρα εκβίασης κατά συναυτουργία και σύσταση συμμορίας. Σε ποινή κάθειρξης 18 ετών καταδικάστηκε η σύζυγός του, η οποία, σύμφωνα με την εισαγγελική πρόταση, «συντόνιζε τηλεφωνικά και από το σπίτι όλες τις ενέργειες του 71χρονου κατηγορουμένου και, λόγω της φιλικής της σχέσης με την οικογένεια του Μάριου, αποσπούσε πληροφορίες από τη μητέρα του, Βαρβάρα». Τέσσερις κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης 2-6 ετών με αναστολή και δύο αθωώθηκαν, λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων. Έξω από το δικαστήριο είχαν συγκεντρωθεί συγγενείς και φίλοι του Μάριου κρατώντας πλακάτ, με τα οποία ζητούσαν να αποκαλυφθεί η αλήθεια για την τύχη του.

Η εκδίκαση της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό πήρε αρκετές αναβολές. Μάλιστα στο περιθώριο της δίκης, που είχε οριστεί για τον Μάιο του 2017, ένας θείος του Μάριου πυροβόλησε στον αέρα την ώρα που έκανε δηλώσεις στις κάμερες, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να καταδικαστεί από το αυτόφωρο σε ποινή φυλάκισης 2 ετών και 2 μηνών με αναστολή. Τελικώς η δίκη άρχισε τον Σεπτέμβριο του 2018 στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την παρότρυνση της προέδρου προς τους κατηγορούμενους να πουν την αλήθεια. «Ακολουθήσατε μια γραμμή στο πρωτόδικο δικαστήριο και ήταν καταδικαστική. Έχετε άλλη μια ευκαιρία να μιλήσετε, ίσως είναι η τελευταία. Η αλήθεια είναι πάντα λυτρωτική για όλους», είπε χαρακτηριστικά. Μια πρώην συγκρατούμενη της συζύγου του Μιχαλεάκου κατέθεσε εγγράφως στο δικαστήριο ότι η γυναίκα τής είχε αποκαλύψει μέσα στις φυλακές Ελαιώνα πως ο Μάριος είχε απαχθεί για λύτρα. Και πρόσθεσε ότι τον δολοφόνησαν και τον έκαψαν κάπου στο Άνω Διακοφτό.

Σχεδόν δέκα μήνες από την έναρξη του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ο Πέτρος Μιχαλεάκος καταδικάστηκε σε ισόβια και επιπλέον κάθειρξη 20 ετών, αφού η εισαγγελέας της έδρας ζήτησε να απορριφθεί το αίτημα της υπεράσπισης για αναγνώριση ελαφρυντικών. Σε ποινές φυλάκισης 2-3 ετών με αναστολή καταδικάστηκαν οι άλλοι τρεις κατηγορούμενοι, ενώ τα πρακτικά της δίκης διαβιβάστηκαν στην εισαγγελία Πρωτοδικών, προκειμένου να διερευνηθεί η τυχόν εμπλοκή και άλλων προσώπων στην απαγωγή και δολοφονία του Μάριου.