To παράνομο ζευγάρι τα είχε σχεδιάσει όλα για το τέλειο έγκλημα. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Ο ιερέας θα σταματούσε το αυτοκίνητο για σωματική ανάγκη της συζύγου του σε προσυμφωνημένο σημείο και τότε ο εραστής της θα εμφανιζόταν από το πουθενά και θα τον πυροβολούσε, ενώ εκείνη θα είχε απομακρυνθεί. Θα φαινόταν ως ληστεία, με στόχο τα χρήματα που θα είχαν «σηκώσει» νωρίτερα από μηχάνημα αυτόματων συναλλαγών. Όμως, το έγκλημα μόνο τέλειο δεν ήταν. Τα λάθη και οι αντιφάσεις οδήγησαν τους δύο εραστές στα χέρια των αστυνομικών, την ίδια κιόλας ημέρα, να ρίχνουν τα βάρη ο ένας στον άλλο…
Ο Θανάσης Αυγερόπουλος γνώρισε τη γυναίκα του στο Μαρούσι όταν εκείνη ήταν μόλις 14 χρόνων. Δεν είχε γίνει ακόμα ιερέας, δούλευε σε φανοποιείο. Δύο χρόνια αργότερα αποφάσισαν να παντρευτούν. Εγκαταστάθηκαν στην Πυρά Φωκίδας, ένα ορεινό χωριό στις πλαγιές της Οίτης και απέκτησαν τρεις γιους. Αργότερα άνοιξαν ταβέρνα και ενοικιαζόμενα δωμάτια. Όμως η Θεοδώρα ήταν μαθημένη σε άλλη ζωή και η μικρή κοινωνία του χωριού την «έπνιγε». Δεν της αρκούσαν οι καλοκαιρινές διακοπές στις παραλίες της Ηλείας, απ’ όπου καταγόταν. Σύντομα άρχισαν οι «ψίθυροι», καθώς η συμπεριφορά της και ο τρόπος που ντυνόταν δεν ταίριαζαν στην εικόνα της πρεσβυτέρας. Πολλοί έβλεπαν, αλλά κανείς δεν μιλούσε από σεβασμό στον ιερέα. Όταν εκείνος άρχισε να υποψιάζεται, άρχισαν οι καβγάδες.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 2012 το ζευγάρι ξεκίνησε για μια βόλτα με το αυτοκίνητο από το χωριό της γυναίκας, τον Φλόκα Ηλείας και πήρε την Εθνική οδό Πύργου – Κυπαρισσίας. Στη διασταύρωση των Κρουνών, κοντά στα Κρέστενα, η Θεοδώρα Καρβελά είπε στον ιερέα να σταματήσει για την φυσική της ανάγκη. Το γκρι “Fiat Punto” μπήκε στον παράδρομο και σταμάτησε. Μόλις η γυναίκα απομακρύνθηκε, άκουσε πυροβολισμούς. Επέστρεψε τρέχοντας στο αυτοκίνητο και βρήκε νεκρό τον 52χρονο σύζυγό της.
Οι αστυνομικοί που έφτασαν στην περιοχή την βρήκαν αναστατωμένη. «Είδα μια μοτοσικλέτα με δύο άνδρες να απομακρύνεται με ταχύτητα. Ίσως μας ακολούθησαν από τη Ζαχάρω που σηκώσαμε χρήματα από το ΑΤΜ της τράπεζας», τους είπε κλαίγοντας. Όμως η κατάθεσή της «έμπαζε», καθώς τα χρήματα βρέθηκαν άθικτα στο αυτοκίνητο, ενώ στο χωματόδρομο όπου είχε σταματήσει το αυτοκίνητο δεν υπήρχαν ίχνη από λάστιχα μοτοσικλέτας, ούτε κάποιος είχε αντιληφθεί οποιαδήποτε κίνηση.
Οι αστυνομικοί άρχισαν να υποπτεύονται ότι κάτι συμβαίνει με την παπαδιά, όταν στο νοσοκομείο όπου μεταφέρθηκε «σοκαρισμένη», δεν πλησίασε καν το νεκρό σύζυγό της. Ούτε γύρισε να τον κοιτάξει… Την οδήγησαν στην Ασφάλεια Πύργου και εκεί έπεσε σε αντιφάσεις. Τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας ομολόγησε τα πάντα και αποκάλυψε τον φυσικό αυτουργό του εγκλήματος.
Ήταν ο 40χρονος φίλος της Νίκος Παναγόπουλος, με τον οποίο ζούσαν τον παράνομο έρωτά τους από τις αρχές του καλοκαιριού. Η γυναίκα υποστήριξε ότι αιτία του φονικού ήταν η παθολογική ζήλια του δράστη, ο οποίος δεν άντεχε να την μοιράζεται με τον ιερέα. «Μου έλεγε να μην κάνω έρωτα με το γουρούνι, εννοώντας το σύζυγό μου. Φοβόμουν μην κάνει κακό σε μένα και στα παιδιά μου. Από την πρώτη στιγμή της σχέσης μας μισούσε θανάσιμα τον σύζυγό μου και όποιον με πλησίαζε», είπε στους αστυνομικούς.
H εκ των συνηγόρων υπεράσπισης της παπαδιάς, Σοφία Πολυζωγοπούλου, δήλωσε ότι ουδέποτε παρότρυνε τον εραστή της να σκοτώσει τον σύζυγό της. «Η μοιραία συνάντηση έγινε για να μιλήσουν οι δύο άντρες», είπε χαρακτηριστικά. «Όταν εκείνη απομακρύνθηκε λίγα μέτρα, ακούστηκε ο πυροβολισμός. Είναι και αυτή θύμα του πάθους και μιας σχεδιασμένης δολοφονίας. Για το μόνο που μετανιώνει είναι ότι διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση». Ο Παναγόπουλος, ο οποίος εξ αιτίας ενός τροχαίου έπαιρνε επίδομα αναπηρίας, υποστήριξε ότι η παπαδιά έψαχνε μέσα από παράνομες σχέσεις τον άνθρωπο που θα δολοφονούσε το σύζυγό της για να καρπωθεί την περιουσία του. Και οι δύο προφυλακίστηκαν μετά τις απολογίες τους.
Τον Ιούνιο του 2013 το ζευγάρι κάθισε στο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αιγίου, εν μέσω αποδοκιμασιών από δεκάδες άτομα που είχαν συγκεντρωθεί έξω από το κτίριο. Ο Νίκος Παναγόπουλος άλλαξε στάση σε σχέση με την προανακριτική του κατάθεση και πήρε «πάνω» του το έγκλημα, λέγοντας στην απολογία του ότι το ερωτικό πάθος τού όπλισε το χέρι και ότι η πρεσβυτέρα δεν είχε καμία ανάμειξη, ούτε τον προέτρεψε να σκοτώσει τον ιερέα.
Η γυναίκα από την πλευρά της δήλωνε αθώα από την πρώτη στιγμή της σύλληψής της και την ίδια στάση κράτησε και στο δικαστήριο. Ωστόσο και οι δύο καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη, ο Παναγόπουλος ομόφωνα ως φυσικός αυτουργός και η Θεοδώρα Καρβελά με ψήφους 6-1 για ηθική αυτουργία.
Το Μάρτιο του 2018 έγινε η δίκη τους σε δεύτερο βαθμό στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πατρών. Ο κατηγορούμενος ομολόγησε ότι το μόνο κίνητρο για τη δολοφονία ήταν το ερωτικό πάθος. «Μου έλεγε συχνά ότι ο παπάς την χτυπούσε και ότι έπρεπε να βγει από τη μέση για να μην της φάει την περιουσία. “Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις”, μου έλεγε. Τις πρώτες δύο φορές που μου ζήτησε να τον σκοτώσω, αρνήθηκα. Στην πορεία όμως μου έλεγε ότι δε νοιαζόμουν για εκείνη, δεν την αγαπάω. Το να τον σκοτώσω θα ήταν η απόδειξη της αγάπης μου. Με έπεισε. Πήρα το όπλο και έριξα χωρίς να κοιτάζω, με κλειστά μάτια».
Ο Νίκος Παναγόπουλος υποστήριξε ότι στο πρωτόδικο δικαστήριο ανέλαβε όλη την ευθύνη, επειδή η παπαδιά του υποσχέθηκε ότι θα τον βγάλει από τη φυλακή και θα τον στηρίξει με τους καλύτερους δικηγόρους. Από την πλευρά της η Θεοδώρα Καρβελά ζήτησε συγνώμη για όσα συνέβησαν, προσπαθώντας να ρίξει όλη την ευθύνη στον συγκατηγορούμενό της. «Δεν του είχα πει τίποτα για μένα, ούτε του ζήτησα κάτι. Με απειλούσε συνέχεια. Ενώ εγώ του έλεγα ότι δεν πρόκειται να χωρίσω, εκείνος επέμενε ότι θα έκανε κακό σε όλους», ανέφερε στην απολογία της. Ωστόσο δεν έδωσε επαρκείς εξηγήσεις για το τηλεφώνημα στον φυσικό αυτουργό λίγες ώρες πριν από το έγκλημα, ούτε για την προσφώνηση «αγάπη μου» στα μηνύματά της προς αυτόν. Το δικαστήριο επικύρωσε την πρωτοβάθμια απόφαση και τους καταδίκασε και τους δύο σε ισόβια κάθειρξη.