Του Νίκου Τσέφλιου
Το θρίλερ που παίχτηκε στις 30 Ιουνίου 2009 στο λαογραφικό μουσείο του Αλέξανδρου Πηλιούνη στην Παιανία έμεινε στο σκοτάδι. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες δολοφονήθηκε ο 78χρονος γόνος της εύπορης οικογένειας γαιοκτημόνων της ανατολικής Αττικής, αλλά και τα κίνητρα των δραστών παρέμειναν άγνωστα. Ο επιστήθιος φίλος του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου και του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, βρέθηκε νεκρός αργά το απόγευμα μέσα στο πατρικό του σπίτι, το «ναό» της λαογραφίας, του οποίου ήταν κληρονόμος και διαχειριστής. Ο άτυχος άνδρας είχε δεχθεί τρεις σφαίρες στο κεφάλι. Ήταν δεμένος χειροπόδαρα σε μια καρέκλα και φιμωμένος με ένα πουκάμισο. Οι άνδρες της Ασφάλειας δεν βρήκαν ίχνη παραβίασης στην πόρτα, κάτι που πιθανότατα σήμαινε ότι το θύμα γνώριζε τους δολοφόνους του ή ήταν επισκέπτες που τους άνοιξε ο ίδιος. Οι χώροι του μουσείου ήταν ψαγμένοι, με τα συρτάρια άνω – κάτω και το χρηματοκιβώτιο ανοιχτό. Το σκηνικό παρέπεμπε σε ληστεία μετά φόνου. Ήταν όμως;
Ο ιατροδικαστής που έφτασε στον τόπο του εγκλήματος διαπίστωσε ίχνη πάλης. Φαινόταν ότι ο 78χρονος άνδρας βασανίστηκε πριν δολοφονηθεί. Έφερε πολλά τραύματα από γροθιές και κλοτσιές στο πρόσωπο, στα πόδια και τα πλευρά. Ποιος και γιατί είχε λόγο να σχεδιάσει ένα τόσο φριχτό τέλος για έναν άνθρωπο της τέχνης, που, όπως έλεγαν όλοι στην Παιανία, δεν είχε διαφορές με κανέναν; «Κάτι του ζητούσαν επίμονα και τον χτύπησαν αλύπητα για να το αποκαλύψει», ήταν η απάντηση των αξιωματικών της Ασφάλειας. Ίσως να έψαχναν χρήματα, συγκεκριμένα εκθέματα αξίας ή το μυστικό ενός θησαυρού που δεν μπορούσαν να βρουν. Έτσι κι αλλιώς ήταν δύσκολο να διαπιστωθεί εάν και τι αντικείμενα έλειπαν από το μουσείο. Το λαογραφικό υλικό περιλάμβανε υφαντά, στολές, εκθέματα από τον παλαιό αγροτικό, ποιμενικό βίο και οικοσκευές μεγάλης αξίας, αλλά και κάποιους πίνακες, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν αντίγραφα, χωρίς ιδιαίτερη αξία.
Ο Αλέξανδρος Πηλιούνης, είχε πάει, όπως κάθε μέρα, στο λαογραφικό μουσείο, που βρίσκεται στο κέντρο της Παιανίας, επί της οδού Διαδόχου Κωνσταντίνου 24. Ήταν ουσιαστικά το δεύτερο σπίτι του. Αν και έμενε στην Καστέλα, περνούσε πολλές ώρες στο πατρικό του σπίτι. Με έναν Αλβανό εργάτη φρόντιζε και τον κήπο του μουσείου. Το βράδυ άργησε να επιστρέψει στον Πειραιά, ενώ δεν απαντούσε και στο τηλέφωνο. Η σύζυγός του, Έφη, ανησύχησε. Ειδοποίησε την ανιψιά του που έμενε στην Παιανία και εκείνη τον βρήκε νεκρό.
Ο Αλέξανδρος Πηλιούνης καταγόταν από ιδιαίτερα εύπορη οικογένεια γαιοκτημόνων της Παιανίας. Το άγαλμα του Δημοσθένη που δεσπόζει στην περιοχή οφείλεται στον πατέρα του, τον Ιωάννη Πηλιούνη, που ως σύμβουλος του Κοινοτικού Συμβουλίου Παιανίας είχε αναλάβει τη χρηματοδότηση του γλυπτού, που φιλοτέχνησε ο Νικόλαος Γεωργαντής. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, σπούδασε σε εμπορική σχολή και μετά το πέρας των σπουδών του, καθώς δεν απέκτησε παιδιά, αφιερώθηκε στη διαχείριση της μεγάλης περιουσίας του, που εκτός από το μουσείο, το οποίο είναι χτισμένο σε μια έκταση τριάμισι στρεμμάτων, περιελάμβανε και πολλά ακόμη ακίνητα και καταθέσεις. Λεγόταν μάλιστα ότι του ανήκε και το ακίνητο όπου στεγάζεται το υπουργείο Συγκοινωνιών. Ο 78χρονος άνδρας διατηρούσε άριστες σχέσεις με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο, στον οποίο είχε δωρίσει και λαογραφικό υλικό. Λίγες ημέρες πριν βρεθεί δολοφονημένος, είχε πραγματοποιηθεί στο μουσείο η τελετή λήξη του Β’ Παγκόσμιου Συνεδρίου με τίτλο «Βυζαντινός Μουσικός Πολιτισμός».
Οι αξιωματικοί της Ασφάλειας προσπάθησαν με προσαγωγές υπόπτων και καταθέσεις ανθρώπων που τον γνώριζαν και ίσως μπορούσαν να φωτίσουν τα κίνητρα των δραστών, να φτάσουν στα ίχνη τους. Όμως δεν τα κατάφεραν. Η δολοφονία του Αλέξανδρου Πηλιούνη παραμένει ανεξιχνίαστη.