1998: Αιματηρή ληστεία στο Μοσχάτο

Επί τρία χρόνια στριφογυρνούσε στο μυαλό του η σκέψη να εκδικηθεί την τράπεζα που είχε κατασχέσει περιουσιακά στοιχεία της οικογένειάς του, όταν η ποτοποιία του πατέρα του, στην Αμαλιάδα, έπεσε έξω και έκλεισε με τεράστια χρέη. Όλο αυτό το διάστημα δεν στάθηκε αρκετό να σβήσει το μίσος του για την τράπεζα Εργασίας, την οποία θεωρούσε υπεύθυνη για την οικονομική καταστροφή. Θα λήστευε οποιοδήποτε υποκατάστημα, αρκεί να έπαιρνε την ηθική ικανοποίηση ότι είχε «τιμωρήσει» το «σύστημα». Στη μικρή κοινωνία του Πύργου Ηλείας, όπου μεγάλωσε και τον ήξεραν όλοι, ήταν δύσκολο να το επιχειρήσει. Έτσι αποφάσισε να ταξιδέψει στην Αθήνα και να ψάξει για τον «στόχο» του. Αποφάσισε να χτυπήσει το υποκατάστημα του Μοσχάτου, στην οδό Θεσσαλονίκης 75, λίγες δεκάδες μέτρα από τον σταθμό του Ηλεκτρικού.

Ήταν 30 Σεπτεμβρίου 1998, γύρω στις 8 και μισή το πρωί, όταν έφτασε στην τράπεζα. Φορούσε κουκούλα και κραατούσε μια κοντόκαννη καραμπίνα. Την ώρα εκείνη ένας πελάτης μόλις είχε παρκάρει το αυτοκίνητό του. «Θα κάνω ένα αστείο», του είπε και τον άρπαξε από το χέρι. Εκείνος είδε το όπλο και «πάγωσε». Τον ακολούθησε και μπήκαν μαζί στο υποκατάστημα. «Ληστεία, μην κουνηθεί κανείς!», φώναξε και κατευθύνθηκε με γρήγορες κινήσεις προς τα ταμεία. Οι υπάλληλοι του έβαλαν σε μια σακούλα περίπου 3 εκατομμύρια δραχμές, την πήρε και χωρίς να χάσει χρόνο βγήκε τρέχοντας από την τράπεζα.

«Τι τον κοιτάτε ρε, πάμε να τον πιάσουμε!», φώναξε εκείνη τη στιγμή ο 32χρονος τεχνικός του Σκάι Λάμπρος Τσακίρης, που βρισκόταν στο υποκατάστημα για να κάνει κατάθεση. Προσπάθησε να τον κυνηγήσει, αλλά ο νεαρός ήταν αποφασισμένος για όλα. Την πρώτη φορά που τον πυροβόλησε, από απόσταση περίπου 50 μέτρων, δεν τον πέτυχε και ο τεχνικός του Σκάι συνέχισε να τον καταδιώκει. «Ρε μαλ… φέρε τα λεφτά του κόσμου!», του φώναξε και εκείνος «απάντησε» με την καραμπίνα, ρίχνοντάς τον σοβαρά τραυματισμένο ανάμεσα σε δύο σταθμευμένα αυτοκίνητα. Η ενστικτώδης κίνηση να βάλει τα χέρια στο μέρος της καρδιάς του έσωσε τη ζωή. Ένας ακόμη πελάτης της τράπεζας, ο 50χρονος Παναγιώτης Ζάχαρης, τραυματίστηκε ελαφρά από τα σκάγια.

Μέσα σε λίγα λεπτά έφτασαν στην οδό Θεσσαλονίκης δύο αστυνομικοί με συμβατικές μοτοσικλέτες. «Ρίξε ρε, τι θα μου κάνεις;», ακούστηκε να λέει ο ληστής στον έναν απ΄ αυτούς και πυροβόλησε εναντίον τους, αδιαφορώντας για τους περαστικούς που παρακολουθούσαν τη σκηνή με κομμένη την ανάσα. Η περιοχή ζώστηκε από περιπολικά και μοτοσικλετιστές της Αμέσου Δράσεως. Την ώρα που οι δύο τραυματίες μεταφέρονταν στο Τζάνειο νοσοκομείο του Πειραιά, ο ληστής προσπάθησε να κρυφτεί σε ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο επί της οδού Πειραιώς. Έσπασε την τζαμαρία της πόρτας και κατευθύνθηκε προς την ταράτσα. Όμως οι αστυνομικοί τον είχαν δει. Τον ακολούθησαν και τον ακινητοποίησαν. Πάνω του βρήκαν τα κλεμμένα χρήματα και το όπλο.

Ο νεαρός οδηγήθηκε στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής και στη συνέχεια στα «κεντρικά» της Ασφάλεια Αττικής στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Ήταν ο 22χρονος Τρύφων Παναγόπουλος από την Ηλεία. Η δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρος του ήταν βαριά: ληστεία, απόπειρα ανθρωποκτονίας, παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία.

Ο ίδιος εμφανίστηκε μετανιωμένος την επόμενη ημέρα, όταν οδηγήθηκε στον εισαγγελέα και ζήτησε συγνώμη από τα θύματά του. Στο πλευρό του βρισκόταν συνεχώς ο πατέρας του, Θανάσης Παναγόπουλος, ο οποίος, μιλώντας στους δημοσιογράφους, έκανε λόγο για ηθικούς αυτουργούς που ώθησαν το παιδί του να πάρει την μεγάλη απόφαση να παραβεί τα όρια της νομιμότητας. Όπως είπε, τα τελευταία χρόνια η οικογένειά του είχε περιέλθει σε οικονομικό αδιέξοδο, καθώς έχασε την επιχείρηση ποτοποιίας που διατηρούσε στην Αμαλιάδα και η τράπεζα προχώρησε στην κατάσχεση των περιουσιακών της στοιχείων. Αυτό ήταν και το κίνητρο που όπλισε το χέρι του γιου του, ο οποίος θέλησε να αποδώσει τη δική του «δικαιοσύνη»…

«Τόσα χρόνια τρέχουμε στα δικαστήρια ¬¬και δεν καταφέραμε τίποτα», είπε ο ίδιος. «Γι’ αυτό αποφάσισα να πάρω το νόμο στα χέρια μου. Στόχος της ζωής μου είναι με κάθε τρόπο να επιστρέψουν οι υπεύθυνοι της τράπεζας τα χρήματα που χρωστούν στον πατέρα του. Ακόμη και μέσα στη φυλακή θα βρω τρόπο να το καταφέρω…». Ο Τρύφων Παναγόπουλος εξέφρασε τη λύπη του για τους δύο τραυματίες, που άθελά του, όπως είπε, έγινε αιτία να κινδυνέψει η ζωή τους. «Πίστευα ¬ότι ήταν υπάλληλοι της τράπεζας, αλλά και αυτούς ήθελα μόνο να τους ακινητοποιήσω και όχι να τους κάνω κακό…», πρόσθεσε. Παράλληλα διέψευσε και τη φήμη ότι είχε πρότυπό του τον Ρουμάνο κακοποιό Σορίν Ματέι, όπως ακούστηκε την ώρα της ληστείας. «Ποια νοσηρή φαντασία έβγαλε αυτό το συμπέρασμα;», αναρωτήθηκε.

Όταν έφτασε η ώρα της απολογίας, ο νεαρός προσπάθησε να πείσει τον ανακριτή ότι άξιζε μια δεύτερη ευκαιρία. «Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω», είπε. «Δεν θα έφτανα στο σημείο να πυροβολήσω εναντίον δύο αθώων ανθρώπων». Ωστόσο, με τη σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα κρίθηκε προφυλακιστέος. Ο πατέρας του ζήτησε για άλλη μία φορά συγγνώμη από τα θύματα του γιου του και υποσχέθηκε ότι θα τους βοηθήσει με όποιον τρόπο μπορεί.